Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΦΡΑΞΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ



Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΦΡΑΞΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ

Anne Steiner - Loic Debray

Zero, Φλεβάρης 2000

Η μπροσούρα του Σ. Γιελέν 1886: Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ, εκδόθηκε τον Απρίλη του 2001, σε 2 χιλ. αντίτυπα, από το περιοδικό ORA NIHIL, στα πλαίσια της σειράς των μικρών εκδόσεων γνωριμίας με τις απαρχές και την ιστορία του αναρχισμού. Στην ίδια σειρά έχουν ήδη κυκλοφορήσει οι μπροσούρες 1) Μώρις Κράνστον: ΕΝΑΣ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΜΠΑΚΟΥΝΙΝ και 2) Ρούντολφ Ρόκερ: Ο ΜΑΡΞ & Ο ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ. Για επικοινωνία: Τ.Θ. 31421 Τ.Κ. 100 35 Αθήνα

Anne Steiner - Loic Debray

Zero, Φλεβάρης 2000

Πίστευαν πραγματικά πως θα μιλάγαμε για ανάπτυξη της ταξικής πάλης και ανασύνταξη του προλεταριάτου χωρίς ταυτόχρονα να οπλιζόμαστε; Μήπως οι μπάτσοι που έριξαν τον πρώτο πυροβολισμό, πίστευαν πως θα αφηνόμαστε να μας σφάξουν σαν τα πρόβατα, χωρίς καν να αντιδράσουμε; Όσοι δεν υπερασπίζονται τον εαυτό τους πεθαίνουν, όσοι δεν πεθαίνουν θάβονται ζωντανοί μέσα στις φυλακές, στα αναμορφωτήρια, στα χαμόσπιτα των εργατικών συνοικιών, στα πέτρινα φέρετρα των πολυκατοικιών, στα ασφυκτικά νηπιαγωγεία και σχολεία, μέσα σε ολοκαίνουριες κουζίνες και κρεβατοκάμαρες γεμάτες με φανταχτερά έπιπλα αγορασμένα επί πιστώσει. ΑΡΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΕΝΟΠΛΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΡΑ! ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΤΕ ΤΟΝ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΡΑΤΟ!

 

Ούρλικε Μάινχοφ, Φεβρουάριος 1970

 

Επειδή οι σύντροφοί μας είναι ήδη μισοπεθαμένοι, δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι δεν είμαστε τίποτα άλλο από τους εαυτούς μας. Διαστρεβλώνουν το θέμα με τον ίδιο τρόπο που το διαστρεβλώνουν όλα τα γουρούνια του κόσμου. Η βία είναι ταμπού. Κρύβονται πίσω από τον θάνατο, όπως κάνουν και πολλοί παπάδες... Το όπλο αναζωογονεί τα πράγματα. Ο αποικιοκρατούμενος Ευρωπαίος ζωντανεύει, όχι λόγω του θέματος και του προβλήματος της βίας των συνθηκών στις οποίες υποκείμεθα ως κρατούμενοι, αλλά διότι κάθε ένοπλη ενέργεια υποτάσσει την ισχύ των συνθηκών αυτών στην ισχύ των γεγονότων. Θα έλεγα ότι η ιστορία μας θα μπορούσε να έχει τον τίτλο: "ΤΟ ΛΟΓΟ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΟΠΛΑ".

 

Αντρέας Μπάαντερ, τέλη 1972

 

'Η γουρούνι ή άνθρωπος, ή επιβίωση με κάθε αντίτιμο ή αγώνας μέχρι θανάτου, ή το πρόβλημα ή επίλυση του προβλήματος, μέση λύση δεν υπάρχει. Νιώθω κάποια θλίψη που αναγκάζομαι να σου γράψω κάτι τέτοιο. Φυσικά ούτε ο ίδιος γνωρίζω ποιά είναι η διαφορά του να πεθαίνεις από το να σε σκοτώνουν... Λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα. Ξέρω, πάντως ότι υποστήριξα τη σωστή πλευρά... έτσι κι αλλιώς, όλοι θα πεθάνουμε κάποια στιγμή. Το μοναδικό ερώτημα που γεννιέται είναι το πώς και το γιατί να ζει κανείς και αυτό το ζήτημα είναι ξεκάθαρο: ως άνθρωπος, για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας. ως ένας μάχιμος επαναστάτης που αγαπά παράφορα τη ζωή, περιφρονώντας το θάνατο.

 

Χόλγκερ Μάινς, Οκτώβρης 1974

 

 

 

Ένα νέο επαναστατικό υποκείμενο

Ι. Ιμπεριαλιστικό σύστημα και επαναστατική ταυτότητα

ΙΙ. Επαναστατικό υποκείμενο και στρατηγική

III. Η ομάδα της R.A.F.: Μαρξιστική ή αναρχική;

Επιδράσεις κι αναφορές

 

*

Τα κείμενα αυτού του βιβλίου αποτελούν απόσπασμα από τη μελέτη των Anne Steiner & Loic Debray:LA FRACTION ARMEE ROUGE Guerilla urbaine en Europe occidentale (κεφάλαια 11, 12 & 13, σελ. 179-227των εκδόσεων Meridiens Klincksieck, Paris 1987, σε μετάφραση κι επιμέλεια Β. Σ. & Α. Κ.

Εκδόθηκε στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 2000, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, από τις εκδόσεις ZERO.

 

   Ι. Ιμπεριαλιστικό σύστημα και επαναστατική ταυτότητα

Παρουσίαση των κειμένων της R.A.F.

Οι αγωνιστές της R.A.F. ποτέ δεν επιδίωξαν να κατασκευάσουν μια θεωρία, αφού, σύμφωνα με την άποψή τους, δεν υπάρχουν νόμοι ικανοί να καθοδηγήσουν τη δράση. Ήταν αντίθετοι με τις πολιτικές οργανώσεις που είχαν ένα τέτοιο σχέδιο: "Στη θεωρητική παραγωγή των οργανώσεων, αναγνωρίζουμε μια πρακτική που συνίσταται ουσιαστικά σε διαμάχες διανοουμένων, οι οποίοι μπροστά σε μια φανταστική κριτική επιτροπή -που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι η εργατική τάξη, με την οποία οι διανοούμενοι δεν έχουν καμία κοινή γλώσσα-, αναδεικνύονται νικητές ως προς την καλύτερη ερμηνεία του Μαρξ (...). Φοβούνται περισσότερο τη μομφή για επαναστατική ανυπομονησία από τον εκφυλισμό τους σε αστικά επαγγέλματα. Προτιμούν να συντάξουν μια μακροσκελή διατριβή πάνω στον Λούκατς από το να αφεθούν να επηρεαστούν άμεσα από τον Μπλανκί".(1)

Ωστόσο, στο διάστημα 1970-1977, οι αγωνιστές της R.A.F. παρήγαγαν ένα μεγάλο αριθμό κειμένων: συνεντεύξεις, ανακοινώσεις ανάληψης ευθύνης για τις ενέργειές τους, κείμενα εξήγησης της δράσης τους, γράμματα από τη φυλακή, δηλώσεις ενόψει των δικών τους. Ορισμένα από αυτά τα κείμενα είναι ατομικά, ενώ άλλα φέρουν την υπογραφή της ομάδας στο σύνολό της.

Το πρώτο κείμενο της R.A.F. "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης" γράφτηκε ύστερα από ένα χρόνο δράσης στην παρανομία κι απευθυνόταν στη νόμιμη άκρα αριστερά. Για πρώτη φορά, η ομάδα επιχειρούσε να εξηγήσει την πρακτική της και να απαντήσει στο λόγο της άκρας αριστεράς γι αυτήν. Αυτό το κείμενο κυκλοφόρησε την ίδια εποχή με το κείμενο του Χορστ Μάλερ "Για την ένοπλη πάλη στη Δυτική Ευρώπη".

Το 1972 κυκλοφορούν άλλες δύο μπροσούρες 30 σελίδων: "Να υπηρετήσουμε το λαό" και "Να κατευθύνουμε τον αντιϊμπεριαλιστικό αγώνα". Περιέχουν σύντομα κείμενα σχετικά με ζητήματα της εγχώριας και διεθνούς επικαιρότητας, καθώς και ορισμένα θεωρητικά κείμενα. Είναι στη δεύτερη μπροσούρα που η R.A.F. αναπτύσσει την αντίληψή της για το "επαναστατικό υποκείμενο", αντίληψη, που όπως θα δούμε, καθορίζει ολόκληρη την πρακτική της.

Αργότερα, οι αγωνιστές της R.A.F. απορροφήθηκαν, σχεδόν εξολοκλήρου, μέσα στη φυλακή, από την επεξεργασία των δηλώσεών τους ενόψει της δίκης τους. Αν οι φυλακισμένοι έρριξαν ιδιαίτερο βάρος στη σύνταξη αυτών των κειμένων, είναι επειδή ήθελαν να απευθυνθούν όχι μόνο στη γερμανική άκρα αριστερά, αλλά και στη διεθνή κοινή γνώμη. Αντιλαμβάνονταν τη δίκη ως ένα μεγάλο δημόσιο βήμα, κάτι που τελικά δεν έγινε. Από όλες τις διακηρύξεις, σχεδόν οι μόνες που δημοσιεύτηκαν και στις οποίες έχουμε πρόσβαση είναι εκείνες του Αντρέας Μπάαντερ, της Γκούντρουν Ένσλιν, της Ούλρικε Μάινχοφ και του Γιαν-Καρλ Ράσπε.(2) Αυτά τα κείμενα θα αποτελέσουν σημείο αναφοράς για τους αγωνιστές του δεύτερου κύματος της R.A.F., όπως φαίνεται από τις δηλώσεις τους ενώπιον των δικαστηρίων, από το 1978 κι έπειτα.

Επί έξι χρόνια, από το 1976 ώς το 1982, τα μέλη της R.A.F. που δεν ήταν στη φυλακή τήρησαν απόλυτη σιωπή. Το ενδιαφέρον που έδειξαν το 1971-72 οι αγωνιστές του πρώτου κύματος της R.A.F. να εξηγηθούν σε σχέση με το νόμιμο κίνημα, γράφοντας κείμενα, δε φαίνεται να υπάρχει στους νέους αγωνιστές της R.A.F. Οι τελευταίοι ήταν ακόμα πιο απομονωμένοι από τη νόμιμη αριστερά απ' ότι οι προκάτοχοί τους. Αντίθετα, αυτοί οι νέοι αγωνιστές συνέταξαν από το 1978 μέχρι το 1984 έναν ορισμένο αριθμό δηλώσεων στα πλαίσια των δικών τους.(3)

Στη συνέχεια θα αναλύσουμε αυτά τα κείμενα και θα ανασύρουμε τις ουσιώδεις πλευρές τους, προκειμένου να τα αντιπαραβάλουμε με την πρακτική της ομάδας. Το υλικό της έρευνάς μας αποτελείται από το σύνολο των κειμένων που έγραψε η ομάδα από το 1971 ως το 1982,(4) συμπεριλαμβανομένων και των γραμμάτων της φυλακής και των ανακοινώσεων ανάληψης ευθύνης.(5)

Ιμπεριαλιστικό σύστημα, σοσιαλδημοκρατία και νέος φασισμός

Η R.A.F. δεν αναγνωρίζει την έννοια του εθνικού Κράτους: αυτή θα αναιρούνταν από "την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, τις αμοιβαίες οικονομικές εξαρτήσεις, την πολιτισμική ομοιομορφία που δημιουργούν τα ΜΜΕ, την παρουσία χιλιάδων μεταναστών στις πλούσιες χώρες της Δύσης".

Έτσι η R.A.F. δεν αντιλαμβάνεται τον αγώνα στα πλαίσια ενός κράτους κι ενός εθνικού προλεταριάτου, αλλά στα πλαίσια του "ιμπεριαλιστικού συστήματος". Αυτό το σύστημα κυριαρχείται από τις Η.Π.Α. που "περισφίγγουν τον κόσμο", χάρη στο δίκτυο των στρατιωτικών συμμαχιών και των πολυεθνικών που διαθέτουν: όλες οι άρχουσες ελίτ στο εσωτερικό αυτού του συστήματος είναι οργανωμένες "στη σφαίρα εξουσίας του αμερικανικού Ιμπεριαλισμού".(6)

Αυτό το σύστημα παριστάνεται σε ορισμένα κείμενα της R.A.F. σαν ένα τέρας που το κεφάλι του είναι οι μητροπόλεις: εκεί συσσωρεύονται στην πραγματικότητα τα στρατεύματα, τα όπλα, η τεχνολογία, τα συστήματα επικοινωνίας του Ιμπεριαλισμού. Το να μάχεσαι στις μητροπόλεις, στο "κεφάλι του τέρατος", σου δίνει τη δυνατότητα να "πλήξεις τα νευρικά του κέντρα".(7) Αυτό είναι, λέει η R.A.F., που προσδίδει στρατιωτική ορθότητα στις αντάρτικες οργανώσεις στην Ευρώπη, την Ιαπωνία, την Αμερική.

Η εξαφάνιση του εθνικού Κράτους επιβεβαιώνεται, κατά τη R.A.F., ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, η Ο.Δ.Γ. όχι μόνο έμελλε να τεθεί υπό την οικονομική και πολιτική κυριαρχία του αμερικάνικου κεφαλαίου, αλλά και υπό τη "στρατιωτική κατοχή του αμερικάνικου στρατού".(8) Όπως η Νότιος Κορέα και το Νότιο Βιετνάμ, η Ο.Δ.Γ. επρόκειτο να δημιουργηθεί από τους Αμερικάνους μετά το 1945, για να χρησιμεύσει ως επιχειρησιακή βάση της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής: επιχειρησιακή βάση του αμερικάνικου στρατού στη στρατηγική περικύκλωσης της Σοβιετικής Ένωσης και επιχειρησιακή βάση του αμερικάνικου κεφαλαίου στην προσπάθειά του να υποτάξει τη Δυτική Ευρώπη στα συμφέροντά του.

Έτσι, σχολιάζει η R.A.F., όταν το 1949 οι Γερμανοί μπόρεσαν για πρώτη φορά να ψηφίσουν, όλα ήταν ήδη προαποφασισμένα: ο επανεξοπλισμός, η εγκατάσταση βάσεων και ατομικών όπλων στο έδαφός της, το σύνταγμα που επεξεργάστηκε το κοινοβουλευτικό συμβούλιο με βάση το σχέδιο των Συμμάχων. Τέλος, το γερμανικό νόμισμα είχε ήδη ενταχθεί στο σύστημα ισοτιμιών του δολαρίου, που πήρε την οριστική του μορφή στο "Μπρέτον Γούντς". Η οργάνωση του Κράτους με βάση το μοντέλο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και με ταυτόχρονη εξαφάνιση της κομμουνιστικής αντιπολίτευσης επέτρεψε τη διατήρηση της εξουσίας από το ίδιο μπλοκ που, κάτω απ' την ετικέτα της χριστιανοδημοκρατίας ή της σοσιαλδημοκρατίας, δεν υπήρξε τίποτε άλλο παρά μπλοκ του "αμερικανικού κεφαλαίου", το οποίο ήδη από το 1945 είχε θέσει υπό τον έλεγχό του τα κόμματα, τα συνδικάτα, τις εργοδοτικές ενώσεις και τα ΜΜΕ.

Για να τονίσουν αυτή τη διάσταση της Γερμανίας και το χαρακτήρα "μαριονέττας" του Κράτους της, οι αγωνιστές της R.A.F. χρησιμοποιούν αποκλειστικά τον όρο "Bundesrepublik" (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία) και ακόμα πιο συχνά τα αρχικά B.R.D. για να την υποδηλώσουν. Η λέξη "Deutschland", που είναι φορτισμένη με συναισθηματικές συνδηλώσεις και παραπέμπει στην έννοια της πατρίδας και του έθνους, δεν εμφανίζεται ποτέ στα κείμενά τους. Ωστόσο, δεν θεωρούν την Ο.Δ.Γ. αποικία, αλλά τμήμα του ιμπεριαλιστικού συστήματος, στο οποίο υποτάσσονται άλλα τμήματα. Τονίζουν το τεράστιο οικονομικό δυναμικό της που έρχεται σε αντίφαση με την αδυναμία της να καθορίσει τη "δική της πολιτική", επαναλαμβάνοντας την ιδέα που διατύπωσε ο Barzel(9) στην περιβόητη φράση του: "Η Γερμανία: ένας οικονομικός γίγαντας κι ένας πολιτικός νάνος".

Έτσι η R.A.F. μάς δίνει ταυτόχρονα δυο εικόνες της Ο.Δ.Γ.: αφενός την παρουσιάζει ως "πιόνι των Αμερικάνων" στην ευρωπαϊκή σκακιέρα απέναντι στην Ανατολή και αφετέρου υπογραμμίζει την ισχύ της Γερμανίας και τον "ηγετικό ρόλο" της στην Ευρώπη. Όμως, όλη η ισχύς της Γερμανίας βρίσκεται στην υπηρεσία του αμερικανικού κεφαλαίου και, αν ασκεί επιρροή στους ευρωπαίους γείτονές της, αυτό δεν γίνεται "για δικό της λογαριασμό". Η λειτουργία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού συστήματος είναι να "μετατρέψει τη Δυτική Ευρώπη σε ένα μπλοκ στρατιωτικών δυνάμεων στην υπηρεσία της στρατηγικής του αμερικανικού κεφαλαίου".(10) Για να φέρει εις πέρας αυτή την αποστολή, διαθέτει έναν πράκτορα: τη σοσιαλδημοκρατία, και μια στρατηγική: την εγκαθίδρυση του "νέου φασισμού" σε διεθνή κλίμακα.

Η έννοια "Νέος φασισμός"

Όταν η R.A.F. μιλάει για "Νέο φασισμό", εννοεί αυτό τον όρο όπως ο Αντρέ Γκλυκσμάν στο άρθρο του "Νέος φασισμός, νέα δημοκρατία" που δημοσιεύτηκε το 1972 στην επιθεώρηση Temps Modernes.

Η κεντρική ιδέα του Γκλυκσμάν είναι ότι ο νέος φασισμός δεν προέρχεται όπως ο παλιός από τη βάση, αλλά αντίθετα επιβάλλεται από την κορυφή: "(...) o νέος φασισμός βασίζεται, όσο ποτέ άλλοτε, στην πολεμική κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού και στρατολογεί περισσότερο τα εξουσιαστικά και παρασιτικά στρώματα που παράγονται από το ιμπεριαλιστικό σύστημα, παρά τους αποκλεισμένους αυτού του συστήματος. (...) Η ιδιαιτερότητα του νέου φασισμού έγκειται στο ότι δεν μπορεί πλέον να οργανώσει άμεσα ένα τμήμα των μαζών. (...) Στο εξής, ο ίδιος ο εκφασισμός είναι έργο του κρατικού μηχανισμού. Αστυνομία, δικαιοσύνη, μονοπώλιο της πληροφόρησης, εξουσιαστικές γραφειοκρατίες που εξασφάλιζαν, άλλοτε, τα μετόπισθεν της "φασιστικής επανάστασης", οφείλουν τώρα να δράσουν ως εμπροσθοφυλακή".(11)

Στα πλαίσια μιας τέτοιας αντίληψης, δεν είναι ο κίνδυνος φασιστικού πραξικοπήματος που πρέπει κανείς να φοβάται, αφού ο φασισμός ενυπάρχει ήδη στο κράτος και η διάκριση μεταξύ "αστικού κράτους" και "φασισμού" στις σημερινές συνθήκες είναι μόνο τυπική: "Ο φασισμός ενυπάρχει στο Κράτος, είναι μάλιστα εκεί που βρίσκει το ιδανικό του περιβάλλον. Ο κ. Marcellin δεν πρόκειται να καταλάβει με έφοδο το ίδιο του το γραφείο. Ο φασισμός σήμερα δεν σημαίνει πια την κατάληψη του υπουργείου Εσωτερικών από ακροδεξιές ομάδες, αλλά την κατάληψη της Γαλλίας από το υπουργείο Εσωτερικών".(12) Ο Γκλυκσμάν διευκρινίζει ότι δεν πρόκειται για "το αστικό Κράτος γενικά, αλλά για το Κράτος στην εποχή του ιμπεριαλισμού".(13)

Οι αγωνιστές της R.A.F. αναγνωρίζουν στην πολιτική κατάσταση της Γερμανίας τα χαρακτηριστικά του "Νέου φασισμού", όπως αυτός προσδιορίζεται στο κείμενο του Γκλυκσμάν(14): στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, υπήρξε μετάβαση από το συνταγματικό Κράτος δικαίου στο Κράτος εκτάκτου ανάγκης, με την κατάργηση του δικαιώματος αντίστασης (έκτακτοι νόμοι μετά την εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του '60), τον περιορισμό του δικαιώματος νομικής υπεράσπισης και την εγκαθίδρυση ενός αστυνομικού κλίματος σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Η ένταξη του κάθε ατόμου στο ιμπεριαλιστικό σύστημα προετοιμάστηκε και καθοδηγήθηκε σε κεντρικό επίπεδο και επιτεύχθηκε δια της βίας, χάρη στη δημιουργία ενός κεντρικού αρχείου του Β.Κ.Α. (Bundeskriminalamt, Ομοσπονδιακό γραφείο της αστυνομίας δίωξης του εγκλήματος) στο Βισμπάντεν -όπου συγκεντρώνονται όλες οι σημαντικές πληροφορίες για κάθε άτομο-, καθώς και χάρη στην εντεινόμενη στρατιωτική εκπαίδευση της αστυνομίας.

Ο "Νέος φασισμός", όπως και ο παλιός, απαιτεί από τον πολίτη να ταυτιστεί με το Κράτος, να εσωτερικεύσει τις κυρίαρχες αξίες και να ασπαστεί ανεπιφύλακτα την πολιτική της κυβέρνησης. Δεν στηρίζεται όμως στην αντιδραστική και εθνικιστική κινητοποίηση των μαζών: επιβάλλεται από την κορυφή προς τη βάση. Η ενσωμάτωση της αντιπολίτευσης και η θεσμοποίηση των κοινωνικών αντιθέσεων εντάσσονται στη στρατηγική του, που μπόρεσε να αναπτυχθεί στην Ο.Δ. Γερμανίας χάρη στον ειδικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας.

Σε ένα κείμενο του 1976 σχετικό με την ιστορία της Ο.Δ.Γ. και της παραδοσιακής αριστεράς,(15) οι κρατούμενοι της R.A.F. σκιαγραφούν -από τις φυλακές του Σταμχάιμ- την ιστορία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας από το 1945: το 1949 οι διαμάχες για την εξουσία στο εσωτερικό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (S.P.D.) τερματίστηκαν προς όφελος της αντικομμουνιστικής γραμμής που προωθούσε ο Σουμάχερ και το S.P.D. υιοθέτησε ξανά "τον παλιό ρόλο που είχε το 1918": να ανακόψει την επιρροή του κομμουνιστικού κόμματος, όμως αυτή τη φορά για λογαριασμό του αμερικανικού κεφαλαίου που χρηματοδοτούσε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Από το 1949 ως το 1960, το S.P.D. είχε σαν πρωταρχικό του στόχο το σφετερισμό όλων των αντιπολιτευτικών κινήσεων -"ενάντια στην επαναστρατιωτικοποίηση, ενάντια στη συμμετοχή φασιστών στον κρατικό μηχανισμό, ενάντια στην ένταξη του Ομοσπονδιακού Στρατού στο ΝΑΤΟ, ενάντια στον εξοπλισμό του με ατομικά όπλα"16-, προκειμένου να τις αποδυναμώσει. Με το συνέδριο του Bad Godesberg, ο ρόλος του S.P.D. αποκαλύφθηκε. "Γεγονός που αποτέλεσε", λέει η R.A.F., "το μήνυμα για την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική ότι η σοσιαλδημοκρατία είχε εκπληρώσει τη μεταπολεμική αποστολή της: να απορροφήσει και να διαλύσει τη νόμιμη αντιπολίτευση στην Ο.Δ.Γ.". Κι έτσι εξηγείται το ότι δεν υπήρξε κανένα αντιπολιτευτικό κίνημα στην Ο.Δ.Γ., μέχρι την εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος.

Το S.P.D. έκανε τα πάντα ώστε η αριστερά που προήλθε από το φοιτητικό κίνημα να μη βρεί καμία πολιτική βάση για την αναπαραγωγή της -κι αυτό μέχρι την άνοδό του στην εξουσία το Σεπτέμβρη του 1969- αδρανοποιώντας κάθε δυνητικό αγώνα: "Το S.P.D. εμφανιζόταν κάθε φορά ως εκπρόσωπος των κριτικών που αφορούσαν τα σχέδια της κυβέρνησης. Το υλικό περιεχόμενο αυτών των σχεδίων -δηλαδή η χρησιμοποίηση του Ομοσπονδιακού Στρατού ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, η καταστολή των απεργιών, ο παραμερισμός του Κοινοβουλίου, κ.λπ.- αποτελούσε αντικείμενο διαμάχης των ειδικών του συνταγματικού δικαίου και η αντιπολίτευση στερούνταν τελικά της λαϊκής της βάσης".(17)

Είναι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία που "επέτρεψε τη μετατροπή της Ο.Δ.Γ., ως Κράτους, σε όργανο της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής", αφού μόνο αυτή κατάφερε να εξασφαλίσει την αποπολιτικοποίηση των ταξικών αγώνων και να επιβάλλει τον "αντικομμουνισμό ως βασικό κριτήριο μιας αντιπολιτευτικής πολιτικής νόμιμα οργανωμένης".(18) Σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία είναι επιφορτισμένη με την αποστολή να οργανώσει "αυτή την αντιδραστική διαδικασία" και να προωθήσει αυτό το "νέο φασισμό" σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο στόχος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού είναι "η δημιουργία μιας στρατιωτικο-οικονομικής δομής εξουσίας που να μπορεί να επιβληθεί σαν ένα σύστημα κρατών, ανεξαρτήτως της πολιτικής τους βάσης και των περιορισμών κίνησης του κεφαλαίου στο εσωτερικό κάθε χώρας".(19)

Απέναντι στη στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας που επιβάλλει στην Ευρώπη το σχέδιο του "Νέου φασισμού", η R.A.F. θέλει να αντιτάξει τη δική της στρατηγική: ξεγύμνωμα της σοσιαλδημοκρατίας και μποϋκοτάρισμα του σχεδίου της να οργανώσει στη Δυτ. Ευρώπη ένα μπλοκ οικονομικών και στρατιωτικών δυνάμεων στην υπηρεσία του αμερικάνικου κεφαλαίου. Η R.A.F. θέλει να καταστήσει ορατό το φασισμό που κρύβεται πίσω από το προσωπείο της σοσιαλδημοκρατίας, προκειμένου να κινητοποιήσει ενάντια στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας "κάθε στοιχείο πολιτικά εχθρικό απέναντι στη Γερμανία στο εξωτερικό, έναν παλιό αντιφασισμό και κάθε στοιχείο -στο εσωτερικό όλων των ομάδων του πολιτικού φάσματος, από την άκρα αριστερά μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και τις κυβερνήσεις κάθε χώρας- που αντιτίθεται στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, στην ηγεμονική βούληση της Γερμανίας".(20)

Η R.A.F., στην ανάλυση που κάνει για τη φύση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της σοσιαλδημοκρατίας ως "πράκτορα του κεφαλαίου στο εσωτερικό του προλεταριάτου",(21) επαναλαμβάνει εν μέρει την παραδοσιακή ανάλυση της γερμανικής κομμουνιστικής αριστεράς. Αυτή η ανάλυση προκάλεσε πλήθος κριτικών κατά της ομάδας. Η νόμιμη άκρα αριστερά, τροτσκιστικών και μαοϊκών τάσεων, καθώς και ορισμένες ομάδες ένοπλου αγώνα, όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, επέκριναν τη διφορούμενη θέση της R.A.F. απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, στα κείμενά της η R.A.F. δεν αναφέρει τη Σοβ. Ένωση παρά μόνο όταν αναφέρεται στη στρατηγική περικύκλωσής της από τις Η.Π.Α. από το τέλος του πολέμου κι έπειτα. Αυτή η αναφορά δεν εμπεριέχει καμία θετική εκτίμηση για τη σοβιετική πραγματικότητα. Η Αμερική προσδιορίζεται ως ο κύριος εχθρός στη Δυτ. Ευρώπη, όμως είναι το "παγκόσμιο προλεταριάτο" -που περιλαμβάνει το προλεταριάτο των μητροπόλεων και το σύνολο του πληθυσμού των χωρών του Τρίτου Κόσμου- που προσδιορίζεται ως ο κύριος εχθρός του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, και όχι οι χώρες του σοβιετικού μπλοκ.

Μόνο δύο κείμενα της R.A.F. κάνουν σαφείς αναφορές στη Σοβ. Ένωση: το τελευταίο γράμμα της Μάινχοφ, στις 13 Απριλίου 1976, το οποίο απευθύνεται στους "συντρόφους του Αμβούργου"(22) και η καταγραφή μιας συζήτησης σχετικής με την Τρίτη Διεθνή, η οποία έγινε ανάμεσα στους κρατούμενους του Σταμχάιμ στις αρχές Μάη του 1976.(23)

Το γράμμα της Ούλρικε Μάινχοφ είναι μια κριτική της έννοιας της "ταξικής θέσης", στην οποία αντιπαραθέτει την έννοια της "ταξικής πάλης", αφού όπως λέει η ίδια "θέση και κίνηση αλληλοαποκλείονται". Η έννοια "ταξική θέση" έχει, κατά την Ούλρικε, έναν χαρακτήρα αμυντικό και αδρανοποιητικό. Σε αυτό το σημείο, η Μάινχοφ συνδέει αυτή την ανάλυση με μια κριτική στη σοβιετική πολιτική: "Η έννοια της ταξικής θέσης στηρίζει τόσο τη σοβιετική εξωτερική πολιτική, που δήθεν απορρέει από τη θέση του παγκόσμιου προλεταριάτου, όσο και το υποτιθέμενο σοσιαλιστικό μοντέλο της Σοβ. Ένωσης. Είναι η θέση-απολογία του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα και αυτό σημαίνει: μια ιδεολογία που έχει στόχο να ενισχύσει την κυριαρχία μιας δικτατορίας. Αφού αυτή η θέση δεν προσδιορίζεται επιθετικά με αφετηρία την αντίθεση στον ιμπεριαλισμό, αλλά αμυντικά με αφετηρία τις πιέσεις για περικύκλωση της Σοβ.Ένωσης".(24)

Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Ούλρικε Μάινχοφ ορίζει την εξουσία στην ΕΣΣΔ ως την "κυριαρχία μιας δικτατορίας" που διατηρείται μέσω μιας ιδεολογίας. Για τη Μάινχοφ που δηλώνει μαρξίστρια, η "ιδεολογία" έχει υποχρεωτικά αρνητική απόχρωση και σημαίνει μια αντιδραστική παρέκκλιση της Σοβ.Ένωσης. Και λίγο πιο κάτω προσθέτει: "Στη Σοβιετική Ένωση γίνεται πολύς λόγος περί ταξικής θέσης. Κι εγώ λέω: ιδού η κεφαλαιοποίηση της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να είναι σύμμαχοι στη διαδικασία απελευθέρωσης, όχι όμως πρωταγωνιστές." Αυτή η κριτική καθόλου δεν διαφέρει από την τροτσκιστική κριτική στην Ε.Σ.Σ.Δ.

Όταν η Ούλρικε λέει ότι η Σοβ. Ένωση μπορεί να είναι σύμμαχος, αναφέρεται στην υλική βοήθεια, στα όπλα και τα χρήματα που παρέχει σε ορισμένα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα: πρόκειται για το ρόλο του "αντικειμενικού συμμάχου".

Το δεύτερο κείμενο, που έχει γραφεί λίγο αργότερα, δεν εμπεριέχει καμία κριτική έναντι της Ε.Σ.Σ.Δ. Είναι ένα εγκώμιο της Τρίτης Διεθνούς, η οποία εξ' αιτίας του διεθνιστικού και αντιϊμπεριαλιστικού χαρακτήρα της αντιτίθεται στο σωβινιστικό και σχεδόν ρατσιστικό χαρακτήρα της Δεύτερης Διεθνούς. Για τη R.A.F., ο Στάλιν και η μετασταλινική Σοβ. Ένωση εγγράφονται σε αυτή τη διεθνιστική παράδοση. Η Κίνα κατηγορείται ότι θέλησε να σφετεριστεί την τριτοδιεθνιστική παράδοση για να την αποδυναμώσει και χαρακτηρίζεται από τη R.A.F. ως "πράκτορας του ιμπεριαλισμού", ενώ η πολιτική γραμμή των μαρξιστών/λενινιστών που καταγγέλλουν το "σοσιαλ-ιμπεριαλισμό" ταυτίζεται με τον αντικομμουνισμό. Όμως, αυτό το κείμενο δεν εμπεριέχει καμία θετική εκτίμηση της σοβιετικής εσωτερικής πολιτικής. Αρκείται στο να αναφερθεί στη βοήθεια που πρόσφερε η Ε.Σ.Σ.Δ. στα απελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου. Αυτή τη διφορούμενη θέση απέναντι στη Σοβ. Ένωση τη συναντάμε επίσης και σε ορισμένα κείμενα της γερμανικής Νέας Αριστεράς, στα τέλη της δεκαετίας του '60, που αποδίδουν στην Ε.Σ.Σ.Δ. έναν "συνολικά θετικό" ρόλο στη διεθνή σκηνή.(25)

Σε αντίθεση με τα γαλλικά και ιταλικά κινήματα, που εκδηλώθηκαν σε χώρες όπου τα κομμουνιστικά κόμματα αντιπροσώπευαν θεσμούς, το γερμανικό φοιτητικό κίνημα αναδύθηκε σε μια κοινωνία που, για πολύ καιρό, είχε τον αντικομμουνισμό σαν βασικό χαρακτηριστικό της και όπου το κομμμουνιστικό κόμμα ήταν υπό απαγόρευση και δεν είχε μεγαλύτερη επιρροή από ένα γκρουπούσκουλο. Σε αυτά τα πλαίσια, η κριτική της Σοβ. Ένωσης και των κομμουνιστικών κομμάτων που εξαρτώνταν από αυτήν δεν έμπαινε ως επιτακτικό ζήτημα στους εξεγερμένους, οι οποίοι ξεσηκώνονταν καταρχήν ενάντια στις κυρίαρχες αξίες της γερμανικής κοινωνίας.

Αυτή η κατάσταση εξηγεί εν μέρει την απουσία από τα κείμενα της R.A.F. κριτικών απέναντι στο σοβιετικό καθεστώς, με εξαίρεση το γράμμα της Μάινχοφ. Εξάλλου, η Ούλρικε Μάινχοφ ήταν το μόνο μέλος της R.A.F. που είχε υπάρξει μέλος του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο σε άλλο κείμενό της αποκαλεί "παράρτημα της Ανατολικής Γερμανίας".(26) Από όλους τους αγωνιστές της R.A.F. εκείνη είναι που έχει την πιο κριτική ματιά απέναντι στη Σοβ. Ένωση και στα φιλοσοβιετικά κομμουνιστικά κόμματα, μια στάση που μπορεί να συγκριθεί με αυτή των παλιών μελών του Κ.Κ. Γαλλίας που έγιναν αριστεριστές στα τέλη της δεκαετίας του '60.

Αλλοτρίωση και επαναστατική ταυτότητα

Οι αγωνιστές της R.A.F. διαπιστώνουν την καθολική αλλοτρίωση των ατόμων στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού συστήματος: "Είναι μόνο τώρα που ανακαλύπτουμε τί είδους ανθρώπινα όντα είμαστε. Ανακαλύπτουμε το άτομο των μητροπόλεων: προέρχεται από τη διαδικασία αποσύνθεσης του συστήματος, των αλλοτριωμένων, ψεύτικων και θανατηφόρων σχέσεων που δημιουργεί μέσα στη ζωή -στο εργοστάσιο, το γραφείο, το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τις ρεβιζιονιστικές ομάδες, τις σχολές μαθητευόμενων εργατών ή τις ευκαιριακές δουλειές. Αυτό είμαστε: μια "φύτρα" που προέρχεται από τη διαδικασία εκμηδένισης και καταστροφής της κοινωνίας των μητροπόλεων, τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, τον γενικευμένο ανταγωνισμό όλων εναντίον όλων, το σύστημα όπου βασιλεύει ο νόμος του φόβου, του καταναγκασμού για αποδοτικότητα, του κέρδους των μεν σε βάρος των δε, της διάκρισης του λαού σε άνδρες και γυναίκες, σε νέους και γέρους, σε άρρωστους και υγιείς, σε ξένους και σε γερμανούς".(27)

Αν υπάρχει αλλοτρίωση, υπάρχει επίσης και αντίσταση -έστω και σε δυνητική μορφή-, αφού για τους αγωνιστές της R.A.F., καταστολή και αντίσταση αποτελούν μια ενότητα. Όμως οι κυριαρχούμενοι, οι εκμεταλλευόμενοι δεν στρέφουν την εξέγερσή τους στη σωστή κατεύθυνση, αλλά εναντίον του εαυτού τους ή εναντίον των πιο αδύναμων από αυτούς: σωματοποιούν τα προβλήματα καταπίεσης ή υιοθετούν βίαιες και μάλιστα φασιστικές συμπεριφορές. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ελλείψει αγώνων, η αντίσταση εκφράζεται μέσα από "τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, τις ψυχικές ασθένειες, τις αυτοκτονίες, την κακομεταχείριση των παιδιών".(28)

Αυτή η ανάλυση είναι παρόμοια με εκείνη των αγωνιστών της αντιψυχιατρικής κολλεκτίβας της Χαϊδελβέργης (S.P.K.) που έγραφαν σ' ένα κείμενο του 1971: "Το απομονωμένο άτομο προσδιορίζεται στην ορθολογικότητά του από την ορθολογικότητα του κεφαλαίου (...). Η από μέρους του αμφισβήτηση της καταστροφικής βίας στη ζωή δεν είναι -στην αρχή- παρά μια συγκινησιακή αμφισβήτηση. Καθώς η "λογική" είναι το κυρίαρχο στοιχείο, αυτά τα συγκινησιακά "ψευδοβήματα" θα εξορθολογιστούν από το άτομο και "θα εξαφανιστούν" με τη μορφή στομαχόπονων, κραμπών, σεξουαλικής ανικανότητας, κρυολογήματος, πόνων στα δόντια, δερματικών ασθενειών, πόνων στην πλάτη, ημικρανιών, άσθματος, προβλημάτων του κυκλοφοριακού, ενοχλήσεων στη χολή ή στα νεφρά, ή επίσης με τη μορφή ατυχημάτων στη δουλειά, αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων, έλλειψης ικανοποίησης από τη ζωή κ.λπ., ή διαφορετικά, οι συγκινήσεις θα εκτονωθούν μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις (...). Αυτή η βία της "λογικής" είναι ο έρπων θάνατος, υπό την αντιδραστική μορφή της ασθένειας. Οι ανάγκες αυτού του είδους των θυμάτων του συστήματος γίνονται το κεντρικό σημείο, η αφετηρία, η κινητήρια δύναμη της πολιτικής δουλειάς, καθώς αποτελούν τη βάση για μια αυτόνομη σοσιαλιστική οργάνωση των ασθενών που προσδιορίζεται με αφετηρία την ασθένεια (...)"(29)

Για τη R.A.F., όπως και για την αντιψυχιατρική κολλεκτίβα της Χαϊδελβέργης, είναι η αμφισβήτηση της αλλοτρίωσης που νομιμοποιεί τον αγώνα: " Οι οππορτουνιστές ξεκινούν από την αλλοτριωμένη συνείδηση του προλεταριάτου. Εμείς ξεκινάμε από το ίδιο το γεγονός της αλλοτρίωσής του, από όπου προκύπτει η ανάγκη της απελευθέρωσής του".(30) Η αφετηρία του αγώνα είναι η αλλοτρίωση και η απόγνωση του καθενός μέσα σε αυτό το σύστημα. Και ξαναβρίσκουμε σε αυτό το σημείο το πρόταγμα της S.P.K.: "να μετατρέψουμε την ασθένεια σε όπλο".

Το να ξεκινάς να αγωνίζεσαι σημαίνει να "πάψεις να βλέπεις τον εαυτό σου με τα μάτια του συστήματος, να μην αφήνεσαι πλέον να σε καθορίζουν οι καταναγκασμοί του, να απελευθερωθείς από το φόβο".(31) Αγωνιζόμενο, το άτομο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να απελευθερώνει τον εαυτό του και να προσφέρει επίσης και στους άλλους τη δυνατότητα της απελευθέρωσης. Το άτομο, επιτιθέμενο, "υποδεικνύει στόχους", στρέφει την αντίσταση στη σωστή κατεύθυνση, "σημαδεύει τον εχθρό": επιτρέπει μια ταύτιση που θα δώσει σε όλους τους κυριαρχούμενους τη δυνατότητα να εξεγερθούν οι ίδιοι.

Αν η παρανομία ορίζεται από τη R.A.F. ως το "μόνο απελευθερωμένο έδαφος" μέσα στις μητροπόλεις, δεν είναι εξαιτίας των νέων υλικών συνθηκών που δημιουργεί -αντιθέτως, οι συνθήκες ζωής στην παρανομία είναι πολύ πιεστικές και δύσκολες- αλλά επειδή μόνο αυτή επιτρέπει την επανάκτηση της χαμένης ταυτότητας, χωρίς την οποία η ελευθερία δεν είναι δυνατή. "Η υποκειμενικότητα δεν μπορεί να εκδηλωθεί και να αναπτυχθεί παρά ενάντια στους κοινωνικούς θεσμούς, ενάντια στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (οικογένεια, σχολείο, εκκλησία, πανεπιστήμιο...), για τους οποίους τα υποκείμενα δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσω της υποταγής τους",(32) δήλωναν οι κρατούμενοι του Σταμχάιμ.

Το αντάρτικο πόλης δεν προσφέρει την ελευθερία επειδή επιτρέπει τη συγκεκριμενοποίηση μιας ουτοπίας, όπως συνέβη -έστω και για ένα πολύ σύντομο διάστημα- με ορισμένες επαναστατικές εμπειρίες. Επιτρέπει την πρόσβαση σε μια εσωτερική ελευθερία που αποτελεί μια εμπειρία διανοητική, συναισθηματική και πνευματική. Το άτομο, παλεύοντας, αρχίζει να αυτοπροσδιορίζεται, να απελευθερώνεται από το "Υπερ-εγώ".

Σε μια κοινωνία που περιγράφεται από τη R.A.F. ως μονοδιάστατη, με την έννοια που έδινε ο Μαρκούζε σε αυτή τη λέξη, δηλαδή μια κοινωνία όπου η καταστολή είναι εσωτερικευμένη και όπου το άτομο χάνει ακόμα και τη συνείδηση της κατάστασής του ως κυριαχούμενου και εκμεταλλευόμενου, η απελευθέρωση είναι πρωτίστως μια διαδικασία εσωτερική, ακόμα κι αν εγγράφεται στα πλαίσια μιας πρακτικής: του ένοπλου αγώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ένοπλος αγώνας είναι ένας αγώνας μοναχικός. Αντιθέτως, η επανάκτηση της ταυτότητας απαιτεί την υπερνίκηση της απομόνωσης που έχει επιβληθεί από το σύστημα και την ικανότητα δημιουργίας μιας νέας ποιότητας σχέσεων με τους άλλους. "Η ελευθερία απέναντι σε αυτό το σύστημα δεν είναι δυνατή παρά μόνο μέσω της καθολικής του άρνησης, δηλαδή με την επίθεση εναντίον του συστήματος, μέσα από μια συλλογικότητα αγώνα",(33) λένε τα μέλη της R.A.F. σε ένα κείμενο σχετικό με τη δομή της ομάδας.

Η συλλογικότητα και η παρανομία είναι οι δύο όροι της απελευθέρωσης και της συγκρότησης μιας "επαναστατικής ταυτότητας", αφού επιτρέπουν την ύπαρξη αυθεντικών σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της ομάδας: "Εκεί, όπου γεννιέται κάτι σαν ένα είδος "προστασίας", μέσα από τη διαδικασία των στενών σχέσεων που συνδέουν την ομάδα των μαχητών, το άτομο -σε αυτή την κατάσταση άκρας δέσμευσης- γίνεται ελεύθερο, απελευθερώνεται από τον τρόπο σκέψης της καταναλωτικής κοινωνίας".(34)

Ο αγώνας δεν σταματά στο κελί της φυλακής: αν ο αγωνιστής αρνήθηκε τους "καταναγκασμούς του συστήματος", δεν το έκανε για να αποδεχθεί καρτερικά τους καταναγκασμούς της ζωής στο κελί. Οι φυλακισμένοι δεν έπαψαν να αγωνίζονται για να έχουν το δικαίωμα να βλέπονται, να μιλούν μεταξύ τους, ακόμα και για το δικαίωμα να κάνουν ορισμένες κινήσεις -όπως το να κάθονται κάτω-, αφού για τη R.A.F. αυτό που διακυβεύεται κάθε στιγμή στη φυλακή είναι σημαντικό. Ο αγώνας στη φυλακή είναι καταρχήν η άρνηση τού να συμορφώνονται σε ο,τιδήποτε με τη θέλησή τους, προκειμένου να προκαλέσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πρόβλημα στο προσωπικό της φυλακής και στους αστυνομικούς, προβάλλοντας μια αδιάλειπτη αντίσταση. Έτσι, κάνουν γκριμάτσες για να γίνουν αγνώριστοι τη στιγμή που τους βγάζουν φωτογραφίες στη φυλακή, ενώ από ορισμένους μπόρεσαν να πάρουν τα δαχτυλικά αποτυπώματα μόνο αφού τους αναισθητοποίησαν.(35) Μια κρατούμενη της R.A.F., η Carmen Roll, έγραφε: "Δεν υποχωρούμε στο παραμικρό, ούτε τσιγάρο, ούτε καφέ, ούτε τίποτα (...). Σε κάθε "αδυναμία" νομίζουν ότι ανακαλύπτουν μια ευκαιρία για αυτούς και επανέρχονται, ξεκινούν από την αρχή. Μπορείς να είσαι σίγουρος για ένα πράγμα: αν και είσαι στα χέρια τους, δεν θα κάνεις τίποτα οικειοθελώς, δε θα έχουν τίποτα από σένα (...). Από την αρχή δε μίλησα με τις δεσμοφύλακες, δεν μπορούσα να μιλήσω μαζί τους. Γνωρίζω όλες τις σοφές αναλύσεις ότι "η κατάστασή τους είναι επίσης αντιφατική" κ.λπ. Αυτές οι αναλύσεις είναι σωστές, όμως έχουν ένα όριο: δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτές ακριβώς οι αντιφάσεις είναι εργαλεία τρόμου -τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις- και ότι τελικά σε αφοπλίζουν".(36)

Οι συλλογικές απεργίες πείνας που έκαναν οι αγωνιστές της R.A.F. μέσα στη φυλακή είναι επίσης ένας αγώνας για τη διατήρηση της ταυτότητας: με την απεργία πείνας, ο φυλακισμένος παύει να είναι ένα "αντικείμενο" του Θεσμού και επανακτά την κυριαρχία πάνω στο σώμα του, και κατά συνέπεια πάνω στον ίδιο του τον εαυτό. Όμως αυτή η ανάκτηση της αξιοπρέπειας ακυρώνεται από την αναγκαστική σίτιση που υποβιβάζει τον κρατούμενο σε μια νηπιακή κατάσταση.

Μέσα στις εξαιρετικά ειδικές συνθήκες κράτησης που επιβλήθηκαν στους κρατούμενους της R.A.F., ο αγώνας για την "ταυτότητα" ήταν ένας αγώνας ενάντια στην καταστροφή του σώματος. Μέσα σε συνθήκες στέρησης των αισθήσεων, στην πλήρη απομόνωση, το σώμα -"καρδιά των σχέσεών μας με τον κόσμο" (κατά τον Merleau-Ponty)- χάνει την ενότητά του και καταστρέφεται. Η αναφορά στην "επαναστατική ταυτότητα" γίνεται το μόνο σταθερό σημείο μέσα σε αυτό το σύμπαν χωρίς όρια και χωρίς χρωματικές αντιθέσεις που είναι το κελί της απομόνωσης, και είναι με βάση αυτή την αναφορά που ο φυλακισμένος ανασυνθέτει το σώμα του. Τέλος, αυτή η αναφορά τού επιτρέπει να συνδεθεί με το "συλλογικό" που δεν υπάρχει πλέον παρά μέσω της συμμετοχής καθενός από τους απομονωμένους αγωνιστές σε μια κοινή ενέργεια. Ο Helmut Pohl, στην "απολογία" του στη δίκη του Σταμχάιμ, δήλωνε: "Η μάχη που δίνουμε στην απομόνωση είναι η μάχη της συνείδησης. Αν δεν επιτύχουμε το θρίαμβο της νέας συνείδησης, τότε είναι η παλιά που θα επιβληθεί".(37) Αυτή η "νέα συνείδηση" στην οποία αναφέρεται ο H. Pohl είναι η συνείδηση του "νέου ανθρώπου", που για τους αγωνιστές της R.A.F. δεν είναι εκείνος που θα εμφανιστεί στο μακρινό μέλλον της κομμουνιστικής κοινωνίας, αλλά ο αντάρτης πόλης: "αυτός που έχει απελευθερωθεί από τους καταναγκασμούς του συστήματος, που έχει απαλλαγεί από κάθε μορφής ιδιοκτησία και ανακαλύπτει τον εαυτό του μέσα στο "συλλογικό" και μέσα στον αγώνα".

Ουδέποτε η R.A.F. προτείνει ένα μοντέλο κοινωνίας, ένα εναλλακτικό σχέδιο ζωής, ούτε προκρίνει καμιά στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας, αφού ο αγώνας είναι περισσότερο ο σκοπός παρά το μέσον. Είναι ο αγώνας που δίνει την ελευθερία και τη "νέα ταυτότητα", οι οποίες αποτελούν συνήθως υπόσχεση για τις επερχόμενες γενιές.

Ορισμένοι(38) έκαναν έναν παραλληλισμό ανάμεσα σe αυτή την "υπαρξιακή" αντίληψη του αγώνα που διαμόρφωσε η R.A.F. και τις ιδέες που εκφράζει ο Έρνστ Γιούνγκερ στο δοκίμιο "Der Wald- ganger"(39) που έγραψε το 1951. Σε αυτό ξανασυναντάμε την ιδέα ενός "συστήματος" που συνθλίβει το άτομο ("Ο άνθρωπος βρίσκεται στο κέντρο μιας μεγάλης μηχανής που είναι ρυθμισμένη έτσι ώστε να τον καταστρέψει",(40) καθώς και την ιδέα της Αντίστασης ως αυτοσκοπού: "Η Αντίσταση του Αντάρτη είναι απόλυτη: δεν γνωρίζει ούτε ουδετερότητα, ούτε απονομή χάριτος, ούτε φυλάκιση. Δεν περιμένει ο εχθρός του να ευαισθητοποιηθεί από τα επιχειρήματά του, κι ακόμα λιγότερο να του φερθεί ιπποτικά. Γνωρίζει επίσης ότι, σε ό,τι αφορά τον ίδιο, η ποινή του θανάτου δεν έχει καταργηθεί".(41) Για τον "Waldganger", όπως και για τον αντάρτη των μητροπόλεων, η μάχη δε σταματά ποτέ, δεν υπάρχει ανάπαυλα ούτε στη φυλακή και τίποτα δε θα μπορούσε να τσακίσει την αντίστασή του. Δεν περιμένει από τον εχθρό να αλλάξει, να μάθει. Aυτό που έχει σημασία είναι να καταφέρει πλήγματα εναντίον του. Πρέπει να τον εξοντώσει. Ο Γιούνγκερ δηλώνει: "Ο Αντάρτης δεν αναρωτιέται αν ο εξοπλισμός του είναι προηγμένος, σε τι επίπεδα τελειοποίησης βρίσκεται, ούτε ακόμα κι αν υπάρχει. Η "προσφυγή στα δάση" μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή, σε κάθε τόπο και ακόμα κι αν οι δυνάμεις του εχθρού είναι από αριθμητική άποψη συντριπτικά ανώτερες".(42) Αν αντικαταστήσουμε τις λέξεις "Αντάρτης" και "προσφυγή στα δάση" (Waldganger και Waldgang) με τις λέξεις αντάρτης πόλης και αντάρτικο πόλης αντίστοιχα, αυτό το απόσπασμα θα μπορούσε να αποδοθεί στη R.A.F., για την οποία οι συνθήκες αγώνα εξαρτώνται λιγότερο από το στρατιωτικό δυναμικό και περισσότερο από την απόφαση να αγωνιστείς.

Οι αγωνιστές της R.A.F θα αρνούνταν κατηγορηματικά αυτή την πατρότητα ιδεών: ουδέποτε αναφέρθηκαν στο Γιούνγκερ, κι ίσως μάλιστα να μην διάβασαν ποτέ το έργο του. Όσο για τον ίδιο το Γιούνγκερ, κάνει σφοδρή κριτική σε αυτό που αποκαλεί "τρομοκρατία" και επιλέγει το στρατόπεδο του Κράτους ενάντια σε εκείνο των ομάδων ένοπλου αγώνα.(43) Αυτό που ο Γιούνγκερ υποστηρίζει σε αυτό το δοκίμιο είναι η ίδια η ιδέα της αντίστασης, της ανταρσίας, αλλά δεν πρόκειται κατ' ανάγκην για έναν αγώνα με όπλα.

Η σημασία που αποδίδει η R.A.F. στην υποκειμενικότητα και τη βούληση εκφράζεται κυρίως μέσα από μια νέα προσέγγιση του "επαναστατικού υποκειμένου", η οποία απομακρύνει τους αγωνιστές της R.A.F. από τον "ορθόδοξο μαρξισμό" και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό, όπως θα δούμε, τη στρατηγική της ομάδας.


1. Απόσπασμα από το βιβλίο La "bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, ed. Champ Libre, σελ.110.

2. Το σύνολο των δηλώσεων των φυλακισμένων στο Σταμχάιμ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1977, ταυτόχρονα στα γαλλικά από τις εκδόσεις Maspero και στα γερμανικά από έναν σουηδό εκδότη. Το 1983 δημοσιεύτηκε το σύνολο των κειμένων της R.A.F. με τη μορφή συλλογής 620 σελίδων από συμπαθούντες της ομάδας, χωρίς ονομαστική αναφορά εκδότη. Οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων της R.A.F. στα γαλλικά και τα γερμανικά πραγματοποιήθηκαν χάρη στο δικηγόρο των φυλακισμένων της R.A.F. Klaus Croissant και την επιτροπή υποστήριξης των φυλακισμένων στη Στουτγάρδη, μετά από αίτημα των ίδιων των κρατούμενων του Σταμχάιμ.

3. Αυτά τα κείμενα δημοσιεύτηκαν σε έντυπα του χώρου των γερμανών, βέλγων και γάλλων συμπαθούντων της R.A.F.

4. Λαμβάνουμε υπόψη μας το κείμενο του 1982 επειδή αναφέρεται στην επιθετική φάση του 1977 η οποία εμπεριέχεται στην περίοδο που μας ενδιαφέρει.

5. Texte der R.A.F., χωρίς αναφορά εκδότη, 1983 (620 σελίδες).

6. Από το κείμενο της Ulrike Meinhof με τίτλο "Berlin-Moabit 13 Septembre 1974", Textes de la R.A.F., ed. Maspero, σελ. 34.

7. Συνέντευξη του Χόρστ Μάλερ, βλ. διδακτορική διατριβή της Anne Steiner με τίτλο "Guerilla Urbaine en Europe Occidentale", Universite Paris X, Juin 1985.

8. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, σελ. 84.

9. Ο χριστιανοδημοκράτης ηγέτης Barzel χρησιμοποίησε αυτή τη φράση το 1965.

10. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, σελ. 64.11. Απόσπασμα από το κείμενο του Αντρέ Γκλυκσμάν "Nouveau fascisme, nouvelle democratie" που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση "Les Temps Modernes", το Μάιο του 1972, σελ. 315.

12. Από το ίδιο κείμενο, σελ. 277.

13. Από το ίδιο κείμενο, σελ. 316.

14. Οι ίδιοι οι αγωνιστές της R.A.F. δεν αναφέρθηκαν ποτέ στον Γκλυκσμάν, όμως υιοθετούν σε ό,τι αφορά τη Γερμανία την αντίληψή του για το "νέο φασισμό".

15. Απόσπασμα από το κείμενο της R.A.F "Histoire de la R.A.F. et de la gauche allemande traditionnelle" που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Textes de la R.A.F"., ed. Maspero, σελ. 75-82

16. Από το ίδιο κείμενο, σελ. 79.

17. Textes de la R.A.F, σελ. 81.

18. Από το ίδιο, σελ. 79.

19. Από το ίδιο, σελ. 67.

20. Από το ίδιο, σελ. 79.

21. Από το ίδιο, σελ. 79.

22. Πρόκειται για τους Christa Eckes, Ilse Stachowiack, Eberhard Becker, Helmut Pohl και Wolfgang Beer οι οποίοι συνελήφθησαν στις 4 Φεβρ. 1974 στο Αμβούργο με την κατηγορία ότι θέλησαν να επανασυγκροτήσουν τη R.A.F.

23. Η ακριβής ημερομηνία σύνταξης αυτού του κειμένου δεν είναι γνωστή. Γράφτηκε στις αρχές Μάη του 1976. Θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζαμε αν γράφτηκε πριν ή μετά τις 8 Μάη 1976 (ημερομηνία θανάτου της Ούλρικε Μάινχοφ), επειδή η αντίληψη που διατυπώνεται σε αυτό το κείμενο είναι αρκετά απομακρυσμένη από την αντίληψη που είχε διατυπώσει η ίδια η Μάινχοφ στο "γράμμα προς τους συντρόφους του Αμβούργου" που έγραψε λίγες μέρες νωρίτερα.

24. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, σελ. 56.

25. βλ. Herbert Marcuse, "La fin de l' Utopie", Ed. Le Seuil, 1968.

26. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 77.27. Δήλωση της Ούλρικε Μάινχοφ στη δίκη του Berlin-Moabit (13 Σεπτέμβρη 1974). Περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, σελ. 37-38.

28. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 41.

29. "Faire de la maladie une arme", S.P.K., ed. Champ Libre.

30. "Δήλωση στη δίκη του Berlin-Moabit" που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, σελ. 38.

31. Στο ίδιο, σελ. 38.

32. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 125.

33. Στο ίδιο, σελ. 59.

34. Στο ίδιο, σελ. 125.

35. A propos du proces Baader-Meinhof, ed. Bourgois, p. 134-135.

36. Στο ίδιο, σελ. 136.

37. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 175.

38. Πρόκειται για τον Til Schultz ο οποίος έγραψε ένα σχετικό άρθρο στην επιθεώρηση Kursbusch, νο 35, 1974.

39. Η λέξη Waldganger σημαίνει προγραμμένος. Ο Γιούνγκερ χρησιμοποιεί εδώ μια λέξη που προέρχεται από τους ισλανδικούς θρύλους και η οποία υποδηλώνει αυτόν που έπρεπε να καταφύγει στα δάση, επειδή είχε θεωρηθεί ένοχος για κάποιο αδίκημα. Ο γάλλος μεταφραστής χρησιμοποίησε στη μετάφραση τον όρο "αντάρτης". Waldganger είναι αυτός που προτιμά τη μοναξιά, τη στέρηση και τον κίνδυνο από το να υποταχθεί σε μια εξουσία που θεωρεί άνομη.

40. Ernst Junger, Traite du Rebelle, ed. Bourgois, p. 126.

41. Στο ίδιο, σελ. 103. Θα μπορούσαμε με τον ίδιο τρόπο να θεωρήσουμε ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στο βιβλίο του Γιούνγκερ και ορισμένα σημεία της "Κατήχησης του επαναστάτη" του Νετσάγεφ ο οποίος υποστηρίζει: "Ο επαναστάτης θυσιάζει τη ζωή του. Δεν έχει να δείξει κανένα έλεος απέναντι στο Κράτος και πολύ περισσότερο δεν έχει να περιμένει κανένα έλεος από τη μεριά του Κράτους".

42. Ernst Junger, Traite du Rebelle, ed. Bourgois, p. 115.

43. Συνέντευξη του Έρν. Γιούνγκερ στην εφημερίδα Le Monde (21/6/1978). Σε ερώτηση σχετικά με τη R.A.F., ο Γιούνγκερ είχε καταδικάσει έντονα την πρακτική της.

Ο Χανς Γιοαχίμ Κλάιν, πρώην μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF)

Anne Steiner - Loic Debray

ΙΙ. Επαναστατικό υποκείμενο και στρατηγική

Η εξαφάνιση του a priori προσδιορισμένου επαναστατικού υποκειμένου

Το ζήτημα του επαναστατικού υποκειμένου, παλιό ζήτημα που τέθηκε στα πλαίσια του εργατικού κινήματος, δίχαζε πάντοτε τους επαναστάτες. Ήδη από την εποχή της Πρώτης Διεθνούς, η διαμάχη ανάμεσα στον Μαρξ και τον Μπακούνιν(1) αφορούσε στο ποιό θα είναι το υποκείμενο που θα κάνει την επανάσταση, καθώς και στο ποιά θα είναι η μελλοντική κοινωνία. Ακολουθεί στη συνέχεια η πολεμική στους κόλπους της Δεύτερης Διεθνούς σε σχέση με την "αστικοποίηση" (ήδη από τότε!) του προλεταριάτου. Πιο κοντά στην εποχή μας, ο Αλτουσέρ θεωρεί ότι επιλύει το πρόβλημα, καταργώντας το επαναστατικό υποκείμενο, αφού σύμφωνα με την άποψή του, το υποκείμενο είναι μια έννοια της αστικής φιλοσοφίας που παραπέμπει στην ουσία, την καταγωγή και την αιτιακή σχέση, και η επανάσταση αποτελεί γι αυτόν "μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο".(2)

Για τον Αντόνιο Νέγκρι, το προλεταριάτο δεν προσδιορίζεται πλέον από τη θέση του στην παραγωγή, αλλά από την ένταξή του στο σύνολο της κοινωνικής παραγωγικής διαδικασίας,(3) ενώ ο Αλαίν Μπαντιού υποστηρίζει: "Κάναμε λάθος να αντιλαμβανόμαστε το προλεταριάτο ως μια νομικοϊστορική έννοια, ως το υποκείμενο της ιστορικής ευθύνης. Το προλεταριάτο είναι μια μαθηματικοπολιτική έννοια".(4)

Σε ένα κείμενο του 1972, η R.A.F. αναλύει τη δική της αντίληψη για το επαναστατικό υποκείμενο. Θεωρεί ότι σήμερα η εκμετάλλευση και η κυριαρχία σε βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης δεν εντοπίζονται μόνο στην παραγωγή, αλλά και στην κατανάλωση και σε κάθε πτυχή της ζωής: "...Το σύστημα κατέλαβε το σύνολο του ελεύθερου χρόνου του ανθρώπινου όντος. Στην εκμετάλλευση των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου στο εργοστάσιο έρχεται να προστεθεί η εκμετάλλευση της σκέψης και των συναισθημάτων, των προσδοκιών και των ουτοπιών από τα ΜΜΕ και τη μαζική κατανάλωση... Το σύστημα στις μητροπόλεις κατόρθωσε να βυθίσει τόσο βαθιά τις μάζες μέσα στην κοπριά του ώστε να τις κάνει να χάσουν την αντίληψή τους για τον ίδιο τους τον εαυτό ως εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων: ένα αυτοκίνητο, μια ασφάλεια ζωής, ένα συμβόλαιο κατοικίας είναι αρκετά για να τις κάνουν να αποδεχτούν όλα τα εγκλήματα του συστήματος και πέρα από το αυτοκίνητο, τις διακοπές, την πολυτελή τουαλέττα δεν μπορούν να ελπίζουν σε τίποτε άλλο".(5)

Στο σημείο αυτό, εκφράζεται από τη R.A.F. μια θέση συγγενής με εκείνη του Μαρκούζε στο έργο του "Ο μονοδιάστατος άνθρωπος": η αλλοτρίωση είναι τέλεια, βρίσκεται παντού, όχι μόνο στην παραγωγή, αλλά και στην κατανάλωση, και σε όλους τους τομείς της ζωής. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και κυριαρχίας 24 ώρες το 24ωρο. Είναι η "κλειστή" κοινωνία του Μαρκούζε που "κυριαρχεί και ενσωματώνει όλες τις διαστάσεις της ύπαρξης, ιδιωτικής και δημόσιας".(6) "Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο αυτοκίνητό τους, στο στερεοφωνικό τους, το διώροφο σπίτι τους, τον εξοπλισμό της κουζίνας τους".(7) Και προσθέτει: "Αν ο εργάτης και το αφεντικό του παρακολουθούν το ίδιο τηλεοπτικό πρόγραμμα..., αυτή η εξομοίωση δε σημαίνει την εξαφάνιση των τάξεων. Καταδεικνύει, αντίθετα, το βαθμό στον οποίο οι κυριαρχούμενες τάξεις συμμετέχουν στις ανάγκες και τις ικανοποιήσεις που εγγυώνται τη διατήρηση των αρχουσών τάξεων...".(8) "Όσο πιο ορθολογική, παραγωγική, τεχνική και καθολική γίνεται η διαχείριση της καταπιεστικής κοινωνίας, τόσο πιο πολύ τα άτομα δυσκολεύονται να φανταστούν τα μέσα που θα τους επιτρέψουν να σπάσουν τα δεσμά της σκλαβιάς τους και να κατακτήσουν την ελευθερία τους".(9)

 

Για τη R.A.F., όπως και για τον Μαρκούζε, η μονοδιάστατη κοινωνία δεν είναι μια κοινωνία χωρίς τάξεις, αλλά μια κοινωνία όπου οι εκμεταλλευόμενες τάξεις δεν έχουν πια τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους ως τέτοιο. Ωστόσο αυτή η ανάλυση δεν συνεπάγεται, για τη R.A.F., την αναγκαιότητα συγκρότησης μιας πρωτοπορίας λενινιστικού τύπου, η οποία θα όφειλε να προσδιορίσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα επιτρέψει τη μετάβαση από την "τάξη καθεαυτή" στην "τάξη για τον εαυτό της": "Η ιδέα μιας πρωτοπορίας που αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια, αντανακλά μια αντίληψη κύρους που έχει θέση μόνο στα πλαίσια της κυρίαρχης τάξης και προσβλέπει στην κυριαρχία".(10)

 

Ούτε πρόκειται για μια διαπίστωση παραίτησης. Αντίθετα, είναι αυτή η συντριβή κι αυτή η εξατομίκευση που δίνουν τη δυνατότητα ενός ριζοσπαστικού αγώνα ο οποίος δεν εξαρτάται παρά από την απόφαση των ατόμων. Όπως γράφει ο Σαρτρ: "Οι αλλοτριώσεις παραπέμπουν άμεσα στην ελευθερία, αφού δεν μπορούμε να αλλοτρίωσουμε τίποτε άλλο εκτός από την ελευθερία".(11)

 

Η R.A.F. θεωρεί την ελευθερία ως το οντολογικό θεμέλιο της αλλοτρίωσης, η οποία με τη σειρά της έχει ιστορικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η δυνατότητα εξέγερσης υπάρχει παρά την καθολική παρουσία της αλλοτρίωσης: "Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι επαναστατικό υποκείμενο είναι ο καθένας που απελευθερώνεται από αυτούς τους καταναγκασμούς και αρνείται να συμμετάσχει στα εγκλήματα του συστήματος. Ότι ο καθένας από αυτούς που βρίσκουν την πολιτική τους ταυτότητα στους απελευθερωτικούς αγώνες των λαών του Τρίτου Κόσμου, καθένας από αυτούς που αρνούνται να είναι λειτουργικοί για το σύστημα, καθένας από αυτούς είναι: επαναστατικό υποκείμενο, σύντροφος".(12) Κάθε άτομο που αγωνίζεται είναι μια νησίδα ελευθερίας.

 

Για τη R.A.F., το επαναστατικό υποκείμενο δεν προσδιορίζεται ούτε απ' τη θέση του στη διαδικασία παραγωγής, ούτε από τη θέση του στη διαδικασία κατανάλωσης. Δεν ενσωματώνεται πλέον σε καμία κοινωνιολογική ή πολιτική κατηγορία, αλλά συγκροτείται από το σύνολο των εξεγερσιακών υποκειμενικοτήτων και των ατομικών εξεγερσιακών πράξεων. Ενώ ο Μαρκούζε βλέπει σε ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες μια προδιάθεση για αγώνα: "Ωστόσο, κάτω από τις λαϊκές συντηρητικές τάξεις, υπάρχει το υπόστρωμα των παριών, των αουτσάιντερ, των άλλων φυλών, των άλλων χρωμάτων..., οι κυνηγημένοι, οι άνεργοι, αυτοί που δεν είναι απασχολήσιμοι..., αυτοί που δεν θέλουν πλέον να παίζουν το παιχνίδι του συστήματος".(13) Αντίθετα, η R.A.F. αποκλείει κάθε ντετερμινισμό: οι περιθωριακοί και οι αποκλεισμένοι του συστήματος δεν βρίσκονται σε καλύτερη θέση αγώνα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον. Το επαναστατικό υποκείμενο είναι οποιοσδήποτε, από τη στιγμή που αγωνίζεται, που δεν υποτάσσεται στις επιταγές του συστήματος. Το να υποστηρίζει ότι το επαναστατικό υποκείμενο μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, αυτό σημαίνει ότι η R.A.F. δεν έχει αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα. Η ομάδα δεν παρεμβαίνει στο όνομα κάποιου άλλου που δεν είναι η ίδια (του προλεταριάτου ή των μαζών). Η R.A.F. είναι η ίδια επαναστατικό υποκείμενο, εξαιτίας αυτού που κάνει εδώ και τώρα: "Πρόκειται για μας! Είμαστε επαναστατικό υποκείμενο: αυτός που αρχίζει να αγωνίζεται και να αντιστέκεται είναι ένας από μας".(14)

 

Δεν υπάρχει πλέον μια σωρευτική αντίληψη της ιστορίας με αφετηρία την κατηγορία ενός καθορισμένου επαναστατικού υποκειμένου, όπως στη μαρξιστική θεωρία, και ιδιαίτερα στον Λούκατς,(15) στο έργο του "Ιστορία και ταξική συνείδηση". Επίσης, η R.A.F. δεν μπορεί να είναι η οργάνωση που θα συλλέξει τις εμπειρίες του εργατικού κινήματος. Δεν είναι ο καθρέφτης του επαναστατικού υποκειμένου, μέσα στον οποίο αυτό θα μπορέσει να αναγνωρίσει τον εαυτό του και να ταυτιστεί. Το επαναστατικό υποκείμενο δεν είναι πλέον αυτό που ελπίζει κανείς, που το διαπαιδαγωγεί, που το περιμένει, που του αναθέτει μια ιστορική αποστολή, που το ξεσηκώνει: η R.A.F. δεν πρόκειται να περιμένει ούτε τις μάζες να κάνουν την επανάσταση ούτε τις αντικειμενικές συνθήκες να γίνουν ευνοϊκότερες.

 

Σε αυτή την προοπτική, όποιος δεν αγωνίζεται, ενώ αυτοαποκαλείται επαναστάτης, είναι "κακόπιστος" με την έννοια που δίνει σε αυτή τη λέξη ο Σαρτρ, δηλαδή προσπαθεί να βρει λόγους, δικαιολογίες για να μην αγωνίζεται. Για τη R.A.F., κάθε πολιτική, ιστορική, γεωστρατηγική κατάσταση μπορεί και, κυρίως, οφείλει να ξεπεραστεί: στον καθένα εναπόκειται να αρχίσει άμεσα να οργανώνει τη μάχη, εκεί όπου βρίσκεται. Όταν η R.A.F. λέει "Πρόκειται για μας, εμείς είμαστε επαναστατικό υποκείμενο", δεν πρόκειται για μια απόπειρα αποκλειστικής οικειοποίησης του τίτλου του "επαναστατικού υποκειμένου". Αυτό το "εμείς" μπορεί να οικειοποιηθεί από πολλές ομάδες, από τη στιγμή που αγωνίζονται ενάντια στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα με τη R.A.F., και καθώς αυτές οι ομάδες δημιουργούνται σε παγκόσμια κλίμακα, καμιά περιοχή του κόσμου δεν πρέπει να παραμένει έξω από τον αγώνα. Όλα τα κινήματα που σε κάθε γωνιά του κόσμου παλεύουν με το όπλο στο χέρι είναι "επαναστατικά υποκείμενα".

 

Η R.A.F. διαπιστώνει ότι, σε μια παγκόσμια προοπτική, οι λαοί του Τρίτου Κόσμου αντιπροσωπεύουν το προλεταριάτο και βρίσκονται "στην πρωτοπορία της αντιϊμπεριαλιστικής επανάστασης, γεγονός που σηματοδοτεί τη μεγάλη αντικειμενική ελπίδα ότι οι άνθρωποι θα απελευθερωθούν από μόνοι τους".(16) Ωστόσο, η R.A.F. δεν συμμεριζόταν τις θέσεις εκείνων που θεωρούν ότι η ανταγωνιστική αντίθεση μεταξύ Αστικής Τάξης και Προλεταριάτου μετατίθεται στην αντίθεση μεταξύ βιομηχανοποιημένων χωρών και προλεταριακών εθνών (αντίθεση Βορρά - Νότου). Βρισκόταν ήδη πιο κοντά στη θέση του Αλαίν Μπαντιού που εντοπίζει την ανταγωνιστική αντίθεση στη σχέση μεταξύ προλεταριάτου και ιμπεριαλιστικού συστήματος, με το προλεταριάτο να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού του συστήματος.

 

Είδαμε προηγουμένως ότι, σύμφωνα με τη R.A.F., η εκμετάλλευση και η κυριαρχία σε βάρος των μαζών στις μητροπόλεις έχει αγγίξει έναν άνευ προηγουμένου βαθμό τελειότητας. Το προλεταριάτο στις βιομηχανικές χώρες δεν συνιστά, λοιπόν, μια εργατική αριστοκρατία. Απλώς "το προλεταριάτο μέσα στην ιμπεριαλιστική μητρόπολη, οργανωμένο, καταγραμμένο και ελεγχόμενο σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του από το κεφάλαιο - μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους, τα συνδικάτα και τα κόμματα - δεν μπορεί σε εθνικό πλαίσιο να γίνει τάξη για τον εαυτό της".(17) Αυτό δεν σημαίνει ότι η πρωτοβουλία για δράση σταματά να αναπτύσσεται στο πεδίο των μητροπόλεων, όπου οι επαναστάτες έχουν ένα ιδιαίτερο καθήκον να εκπληρώσουν: "Αυτό που προσδίδει στρατιωτική ορθότητα στο αντάρτικο των μητροπόλεων -στη R.A.F. εδώ, στις Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, στον Ενωμένο Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (United People Liberation Army) στις Η.Π.Α.- είναι ότι, στα πλαίσια των απελευθερωτικών αγώνων των λαών του Τρίτου Κόσμου και μέσα από έναν αγώνα αλληλεγγύης προς αυτούς, το αντάρτικο μπορεί να επιτεθεί στον ιμπεριαλισμό εδώ, στα μετόπισθεν, από όπου αυτός εξάγει τα στρατεύματά του, τα όπλα του, τις οδηγίες του, την τεχνολογία του, τα συστήματα επικοινωνίας του και τον πολιτισμικό φασισμό του για να καταπιέσει και να εκμεταλλευτεί τους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Να τί προσδιορίζει στρατηγικά το αντάρτικο στις μητροπόλεις: η διεξαγωγή στα μετόπισθεν του ιμπεριαλισμού του ένοπλου αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, του λαϊκού πολέμου".(18)

 

Είναι με αυτή την έννοια που πρέπει να αντιληφθούμε και το όνομα της R.A.F., "Φράξια Κόκκινος Στρατός". Η R.A.F. είναι η ένοπλη φράξια του γερμανικού επαναστατικού κινήματος, ένας πολιτικοστρατιωτικός πυρήνας που καλείται να αυξηθεί και να αναπτυχθεί, και ταυτόχρονα μια απ' τις φράξιες του παγκόσμιου κόκκινου στρατού, που αποτελείται από το σύνολο των απελευθερωτικών κινημάτων των λαών του Τρίτου Κόσμου και των οργανώσεων του αντάρτικου μέσα στις μητροπόλεις. Όμως αυτά τα διαφορετικά κινήματα που αγωνίζονται στην περιφέρεια και το κέντρο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνονται αντιληπτά ως τα διαφορετικά σώματα ενός ενιαίου στρατού που μάχεται κάτω από την καθοδήγηση ενός "παγκόσμιου επιτελείου της Επανάστασης", όπως για παράδειγμα τα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα που οργανώθηκαν στους κόλπους της Τρίτης Διεθνούς.

 

Η αλληλεγγύη εκδηλώνεται με τρόπο οριζόντιο και αυθόρμητο. Η R.A.F. δεν αναγνώριζε την πρωτοκαθεδρία κανενός απελευθερωτικού κινήματος έναντι των υπόλοιπων. Στόχος των αγωνιστών της δεν ήταν η ενοποίησή τους με μια αντάρτικη μονάδα στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή ή τη Λατινική Αμερική, αλλά η συγκρότηση ένοπλης φράξιας εκεί όπου βρίσκονταν, εκεί όπου "ο ιμπεριαλισμός πιστεύει ότι είναι ασφαλής, εκεί όπου είναι συγκεντρωμένα τα καθοδηγητικά του κέντρα"(19), διατηρώντας πλήρη αυτονομία σε ό,τι αφορά την οργάνωση του αγώνα. Σε αυτόν τον αγώνα που διεξάγεται σε παγκόσμια κλίμακα, δεν μπορούν να υπάρχουν στάδια, ούτε απελευθερωμένα εδάφη, όσο ο ιμπεριαλισμός δε νικιέται παντού: "Σε αντίθεση με την ανάλυση του Γκεβάρα, εμείς λέμε ότι η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία είναι μια διαδικασία ενιαία. Αναπτύσσεται όχι μέσω σταδίων, αλλά στο βαθμό που εθνικά εδάφη απελευθερώνονται από τον έλεγχο του αμερικάνικου κεφαλαίου και σε όλες τις χώρες του ιμπεριαλιστικού συστήματος - τόσο στην περιφέρεια όσο και στο κέντρο - υπάρχουν ομάδες που παίρνουν τα όπλα και μάχονται".(20)

 

Η R.A.F. θεωρεί τον εαυτό της ως μια ουσιαστική στιγμή στην παγκόσμια επαναστατική διαδικασία. Όταν μιλά για πρωτοπορία των λαών του Τρίτου Κόσμου που έχουν πάρει τα όπλα, είναι μόνο από ποσοτική άποψη σε σύγκριση με τα αντάρτικα των μητροπόλεων που το δυναμικό τους είναι περιορισμένο. Αν και η R.A.F. δεν αντιπροσωπεύει κανέναν άλλο παρά τον εαυτό της στη σκηνή της Ιστορίας, κι όχι αυτή ή την άλλη κοινωνική κατηγορία που θα αποτελούσε "επαναστατικό υποκείμενο", τονίζει ωστόσο ότι η υπόθεσή της είναι κοινή με εκείνη των πιο στερημένων και κυριαρχούμενων στις μητροπόλεις, καθώς και των μαζών του Τρίτου Κόσμου: "...Η υπόθεση του λαού, των μαζών, των εργαζόμενων στην αλυσίδα παραγωγής, του "λούμπεν-προλεταριάτου", των φυλακισμένων, των μαθητευόμενων εργατών -των κατώτερων κοινωνικά μαζών εδώ- και των απελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο είναι υπόθεσή μας. Η υπόθεσή μας - ο ένοπλος αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό- είναι υπόθεση των μαζών και αντίστροφα".(21)

 

Αν η R.A.F. μιλά εδώ για την υπόθεση των πιο εκμεταλλευόμενων και των πιο καταπιεσμένων, αυτό δεν έρχεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι γι αυτήν δεν υπάρχει πλέον προκαθορισμένο επαναστατικό υποκείμενο, ούτε κοινωνικές κατηγορίες ή άτομα που δυνητικά είναι πιο επαναστατικά από ότι άλλα. Εννοεί ότι υπάρχουν δύο στρατόπεδα: αυτό των εκμεταλλευτών κι αυτό των κυριαρχούμενων, ακόμα κι αν οι τελευταίοι δείχνουν συνήθως αλληλέγγυοι με τους δημίους τους. Πρέπει να κατανοήσουμε αυτή την υπόθεση ως μια απαίτηση δικαιοσύνης, ηθικής: ως έναν ορίζοντα που πρέπει να αδραχτεί. Για τη R.A.F., η δικαιοσύνη ή το τέλος της αλλοτρίωσης δε συνάγονται από μια "θεωρία-επιστήμη", όπως πιστεύουν οι μαρξιστές. Υπάρχει ένα πρόταγμα: πρέπει να αγωνιζόμαστε.

 

Για τη R.A.F., η εξαφάνιση του επαναστατικού υποκειμένου με αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, του επαναστατικού υποκειμένου το οποίο αποτελεί θεματοφύλακα της θεωρίας και εγγυητή της σχέσης θεωρίας και πρακτικής, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη στρατηγική της ομάδας που η ουσιαστική καινοτομία της σε σχέση με την επαναστατική παράδοση είναι η τάση να μη θεωρεί τις μάζες ως έναν "τρίτο προς διαπαιδαγώγηση". Αυτό όμως, δεν εμποδίζει τη R.A.F.- επαναστατικό υποκείμενο να στοχεύει ορισμένες φορές στην έμπνευση τρίτων.

 

Στρατηγική χωρίς απεύθυνση σε τρίτο

 

Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, υπάρχουν μόνο δύο δυνάμεις που συγκρούονται: η R.A.F. και η "ιμπεριαλιστική μηχανή". Αυτή η τελευταία έχει, σύμφωνα με τη R.A.F., διάφορες μορφές: είναι ο αμερικάνικος στρατός, το γερμανικό κράτος, οι πολιτικοοικονομικοί ηγέτες. Οι διαφορετικές πτυχές της ιμπεριαλιστικής μηχανής αποτελούν το στόχο της R.A.F. και η ενότητά τους τονίζεται μέσα από τις αναλύσεις της ομάδας: το γερμανικό κράτος θεωρείται σαν ένα "κράτος μαριονέτα" υποταγμένο στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Είναι ταυτόχρονα, με βάση τη διάκριση του Αλτουσέρ, ένας κατασταλτικός μηχανισμός που λειτουργεί με βάση τη βία (δικαιοσύνη, αστυνομία, στρατός...) κι ένας ιδεολογικός μηχανισμός (τύπος, πανεπιστήμια...). Όσο για τους πολιτικοοικονομικούς ηγέτες, αυτοί είναι, για τη R.A.F., η ενσάρκωση αυτού του συστήματος.

 

Συνεπώς, οι στόχοι της R.A.F. θα είναι τα αστυνομικά τμήματα, οι εγκαταστάσεις του αμερικάνικου στρατού, το εκδοτικό συγκρότημα του Springer, οι δικαστές και οι εισαγγελείς, η ηγεσία των βιομηχάνων και των τραπεζιτών. Για τη R.A.F., "σκοπός του αντάρτικου είναι να πλήξει την κρατική μηχανή σε συγκεκριμένα σημεία και να τη θέσει εκτός λειτουργίας".(22) Σε αυτή την αναμέτρηση, η R.A.F. είναι μόνη απέναντι στην "ιμπεριαλιστική μηχανή" και όταν επιτίθεται στις εγκαταστάσεις του αμερικάνικου στρατού στη Φρανκφούρτη ή τη Χαϊδελβέργη δεν ισχυρίζεται ότι οι μάζες θα κατανοήσουν τις ενέργειές της και θα μάθουν κάτι από αυτές. Αυτό που έχει σημασία για τη R.A.F. είναι να επιφέρει πλήγματα στο στρατιωτικό και ηθικό δυναμικό του ιμπεριαλισμού.

 

Στην ανακοίνωση με την οποία αναλαμβάνει την ευθύνη της επίθεσης ενάντια στις αμερικάνικες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Φρανκφούρτη, η R.A.F. δηλώνει: "Η Δυτ. Γερμανία και το Δυτ. Βερολίνο πρέπει να πάψουν να χρησιμεύουν σαν χώρος ασφαλούς αναδίπλωσης για τους στρατηγούς της εξόντωσης. Στο εξής θα γνωρίζουν ότι τα εγκλήματά τους ενάντια στο βιετναμέζικο λαό τούς δημιούργησαν καινούριους εχθρούς που θα τους πολεμήσουν λυσσαλέα, κι ότι δεν υπάρχει πια γι αυτούς μέρος στον κόσμο που να μπορούν να είναι ασφαλείς μπροστά στις επιθέσεις των μονάδων του επαναστατικού αντάρτικου".(23) Στόχος αυτής της ενέργειας είναι η αποδιοργάνωση του εχθρού, κι ακόμα κι αν η επίθεση δε γίνει κατανοητή από κανέναν, η αποτελεσματικότητά της είναι άμεση και ολοφάνερη: οι αμερικάνοι αξιωματικοί και στρατιώτες θα έχουν καταλάβει, κι αυτό είναι το σημαντικό. Με αυτή την ενέργεια χτυπιέται επίσης το γερμανικό κράτος κι είναι ίσως αυτό που πλήττεται πρώτο. Η κατανόηση από πλευράς των μαζών, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα ήταν στοιχείο απαραίτητο ως προς την αποτελεσματικότητα της πράξης, απλά θα ήταν ένα επιπλέον στοιχείο. Αντίληψη που συνδέεται με τη θεώρηση της R.A.F. ως "επαναστατικού υποκειμένου". Σε αυτό τον πόλεμο δεν υπάρχουν περιθώρια για διαπραγματεύσεις, και η R.A.F. δεν προσπαθεί να πείσει τον εχθρό της να αλλάξει, να γίνει πιο δίκαιος: η μόνη λύση είναι να τον λυγίσει, να τον καταστρέψει.

 

Ήδη η πρώτη ενέργεια της οποίας η R.A.F. ανέλαβε την ευθύνη, η απελευθέρωση του Αντρέας Μπάαντερ στις 14 Μάη 1970, εντασσόταν στην προοπτική μιας στρατηγικής που δεν απευθύνεται σε κάποιον τρίτο. "Δεν απελευθερώσαμε τον Μπάαντερ για λόγους προπαγάνδας, αλλά απλά για να είναι ελεύθερος",(24) δήλωνε η ομάδα το 1971. Εκείνο που έβλεπε η R.A.F. σε αυτήν την πρώτη ενέργεια ήταν η επίτευξη ενός άμεσου στόχου: λίγο ενδιέφερε αν η ενέργεια γινόταν κατανοητή από οποιονδήποτε τρίτο.

 

Στρατηγική με διαπαιδαγωγήσιμο τρίτο

 

Ωστόσο, η R.A.F. σε ορισμένες περιπτώσεις υιοθετεί μια στάση παιδαγωγικού τύπου, απευθυνόμενη σε έναν τρίτο που -ανάλογα με την περίσταση- είναι οι μάζες, η γερμανική άκρα αριστερά ή η διεθνής κοινή γνώμη. Επομένως στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, τρεις είναι οι παράγοντες που αναδεικνύονται: η R.A.F., "το ιμπεριαλιστικό σύστημα" και ο τρίτος του οποίου αναμένεται η περίφημη "συνειδητοποίηση".

 

Στην ερώτηση του περιοδικού Spiegel -στα πλαίσια μιας συνέντευξης που δόθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1975- "Δεν παρατηρείτε ότι κανείς πια δεν κατεβαίνει στους δρόμους για σας;", η R.A.F., παραπέμποντας στα αποτελέσματα σχετικών σφυγμομετρήσεων, απαντά ότι ακόμα κι αν δεν κατόρθωσε να πείσει, ωστόσο συγκέντρωσε τη συμπάθεια μιας μερίδας του πληθυσμού, γεγονός που είναι πρωταρχικό για την ανάπτυξη μιας παιδαγωγικής σχέσης. Έτσι η R.A.F., παραπέμποντας σε σφυγμομετρήσεις, τοποθετεί τον εαυτό της στο ίδιο πεδίο με τις οργανώσεις που συμμετέχουν στο παραδοσιακό παιχνίδι του δυτικού δημοκρατικού συστήματος, με τις οποίες όμως θεωρεί ότι δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο. Για μια ομάδα που υπογραμμίζει το "μονοδιάστατο χαρακτήρα" της σύγχρονης κοινωνίας, η χρήση δημοσκοπήσεων και στατιστικών είναι στοιχείο έντονα αντιφατικό. Στην πραγματικότητα, αυτές δεν αποτελούν παρά τον κατεξοχήν χώρο που επιφυλάσσει το σύστημα στις μάζες και συνιστούν το πρότυπο εργαλείο "ταξινόμησης": είναι η προνομιακή σφαίρα του μη αυθεντικού.

 

Πολύ συχνά, για τη R.A.F., δεν είναι οι μάζες που ενσαρκώνουν τον "τρίτο", αλλά η διεθνής κοινή γνώμη. Όταν η R.A.F. δηλώνει ότι θέλει "να καταστήσει ορατό το φασισμό που κρύβεται πίσω από το προσωπείο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας", προκειμένου να κινητοποιήσει ενάντια στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας "κάθε στοιχείο πολιτικά εχθρικό προς αυτήν στο εξωτερικό, έναν παλιό αντιφασισμό και κάθε στοιχείο -στο εσωτερικό όλων των ομάδων του πολιτικού φάσματος, από την άκρα αριστερά μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και τις κυβερνήσεις κάθε χώρας- που αντιτίθεται στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, στην ηγεμονική βούληση της Γερμανίας",(25) ο τρίτος στον οποίο, από ό,τι λέει, απευθύνεται εδώ η R.A.F. περιλαμβάνει ακόμα και τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών, τις οποίες ωστόσο η R.A.F. θεωρούσε πάντοτε στοιχεία του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

 

Επίσης, όταν η R.A.F. απαγάγει το 1977 τον Χανς Μάρτιν Σλέγιερ, δεν αναφέρεται στο ρόλο του ως εκπροσώπου των γερμανών αφεντικών, στη φήμη του ως "τρομερού αφεντικού", αλλά μόνο στο παρελθόν του στα S.S. Κι αυτό, γιατί δεν απευθύνεται στο γερμανικό λαό, αλλά στη διεθνή κοινή γνώμη. Ενώπιόν της θέλει να δικαιωθεί και να καταδείξει τη "συνέχεια μεταξύ του Τρίτου Ράιχ και της Ο.Δ.Γ.", τουλάχιστον σε επίπεδο προσώπων. Και ως ένα βαθμό επιτυγχάνει το στόχο της, αν αναλογιστούμε την αντίδραση του γαλλικού τύπου και τις τοποθετήσεις ορισμένων Γάλλων διανοουμένων.

 

Η δημιουργία "επιτροπών ενάντια στα βασανιστήρια" και "διεθνούς επιτροπής για την υπεράσπιση των φυλακισμένων" (I.V.K) εντάσσεται επίσης σε αυτή τη στρατηγική, όπου η R.A.F. επιχειρεί να καταστήσει τη διεθνή κοινή γνώμη (ΜΜΕ, ανθρωπιστικές οργανώσεις, συνδικάτα, κόμματα, νομικούς...) σύμμαχό της στον αγώνα που αντιτάσσει στο γερμανικό κράτος.

 

Στρατηγική με στόχο την έμπνευση τρίτου

 

Στην ανακοίνωση με την οποία ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση ενάντια στις εγκαταστάσεις του αμερικάνικου επιτελείου στη Χαϊδελβέργη, η R.A.F. "παροτρύνει όλους τους αγωνιστές να κάνουν όλες τις αμερικάνικες εγκαταστάσεις στόχο των επιθέσεών τους στα πλαίσια του πολιτικού αγώνα τους ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό".(26) Αυτές οι παροτρύνσεις απευθύνονται σε έναν αποδέκτη που δεν εντάσσεται εδώ σε μια παιδαγωγική σχέση: πρόκειται για όλους αυτούς που θέλουν να αγωνιστούν, αλλά δεν τολμούν να το κάνουν. Με αυτή την ενέργεια, η R.A.F. θέλει να πλήξει το στρατιωτικό δυναμικό του εχθρού και ταυτόχρονα να δείξει ότι είναι δυνατόν, με μικρές δυνάμεις, να του επιφέρει κανείς πλήγματα. Η ομάδα επιχειρεί να θέσει τα πράγματα σε κίνηση, επιδιώκει μια εξάπλωση αυτής της πρακτικής, μια αλυσιδωτή αντίδραση, χωρίς να ισχυρίζεται ότι ενορχηστρώνει τις επερχόμενες ενέργειες και τους επερχόμενους αγώνες. Πραγματικά, για τη R.A.F., "το πιο συνειδητό τμήμα των διανοουμένων και των εργατών δεν διευθύνει τον αγώνα, αλλά δίνει το παράδειγμα".(27)

 

Σε ένα γράμμα τους προς τη R.A.F., μέλη των Επαναστατικών Πυρήνων δήλωναν: "Οι ενέργειες της R.A.F. το 1972 ενθάρρυναν και αφύπνισαν ένα σωρό ανθρώπους, και ανάμεσά τους κι εμάς. Γιορτάζαμε μπροστά στην αδυναμία ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού και την ικανότητα του αντάρτικου να δρα, ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία. (...) Είδαμε ότι ήταν δυνατόν να συγκεκριμενοποιήσουμε αυτό που σκεφτόμασταν ήδη από πολύ καιρό".(28)

 

Τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία. Μετατροπή της αδυναμίας σε δύναμη.

 

Σε κείμενο του 1972,(29) η R.A.F. δήλωνε: "Το ερώτημα ποιο τμήμα του συστήματος είναι πιο εύκολο να πολεμήσουμε, ποιό είναι το πιο αδύνατο, δεν μπορεί να απαντηθεί παρά από εμάς τους ίδιους μέσα από τη διαλεκτική σχέση της θεωρίας με την πράξη."Για τη R.A.F. δεν υπάρχει μια γενική θεωρία του συστήματος που να προσδιορίζει τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία του, όπως η λενινιστική θεωρία του "πιο αδύνατου κρίκου".(30)

 

Δεν είναι δυνατόν να γίνει αξιολόγηση, ακόμα και διαλεκτική, του συσχετισμού δυνάμεων, είτε σε ποιοτικό είτε σε ποσοτικό επίπεδο. Η R.A.F. προχωρά από χτύπημα σε χτύπημα. Πώς να μάθουμε πού είναι ισχυρό το σύστημα και πού αδύναμο; Δοκιμάζοντας. Έτσι, ένα από τα υποτιθέμενα ισχυρά σημεία του ιμπεριαλιστικού συστήματος, όπως για παράδειγμα η Χαϊδελβέργη, στη καρδιά της μητρόπολης, μπορεί να αποδειχτεί πιο ευάλωτο και αδύναμο από άλλα σημεία που βρίσκονται στην περιφέρεια. Για τη R.A.F., η πρακτική δεν είναι ποτέ αποτέλεσμα της θεωρίας, μηχανιστικό, διαλεκτικό ή δομικό. Ούτε παράγει μια μέλλουσα θεωρία. Η πρακτική προκαλεί καταστάσεις: η R.A.F. χτυπά και στη συνέχεια προχωρά σε αξιολογήσεις. Αυτή είναι η αντίληψή της για τη διαλεκτική, μια αντίληψη που απέχει πολύ από τη μαρξιστική. Δεν ξεκινά να καταστρέψει το σύστημα βάζοντας διαδοχικούς στόχους: δεν υπάρχουν στάδια που πρέπει να σεβαστεί κανείς και οι αγώνες δεν μπορούν να αθροιστούν, ούτε τα επιτεύγματά τους μπορούν να διατηρηθούν μέσα στο χρόνο. Η R.A.F. θέλει να κάνει το κράτος να χρησιμοποιήσει κι αυτό, παρά τη θέλησή του, την πρακτική "από χτύπημα σε χτύπημα", προκειμένου να δείξει ότι το κράτος δεν είναι παντοδύναμο, ότι δεν μπορεί να προβλέψει τα πάντα, ότι μπορεί να τα χάσει, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς των εκπροσώπων του.

 

Η χρήση του χρόνου και του χώρου είναι ιδιαίτερα σημαντική στη στρατηγική της R.A.F. Στην επίθεσή της το 1972, πραγματοποιεί τις ενέργειές της μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (έξι σημαντικά χτυπήματα μέσα σε δύο εβδομάδες) και σε μια ακτίνα όσο το δυνατό ευρύτερη (από το Αμβούργο στο Μόναχο, από τη Φρανκφούρτη στο Άαχεν). Υπάρχει ταυτόχρονα συμπύκνωση του χρόνου και διεύρυνση του χώρου. Με τον τρόπο αυτό η R.A.F. εφαρμόζει μια βασική σκακιστική αρχή, που θέλει τον παίκτη να καταλαμβάνει τον μέγιστο δυνατό χώρο στη σκακιέρα μέσα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Με την επίθεση του 1977, ξαναβρίσκουμε αυτή την επιλογή συγκέντρωσης των ενεργειών. Στη διάρκεια μιας δίκης τον Ιούνιο του 1984, ο Knut Folkers, αγωνιστής του δεύτερου κύματος της R.A.F., δήλωνε σχετικά με την επίθεση εναντίον του Siegfried Buback(31): "Το χτύπημα δεν έγινε νωρίτερα, γιατί δεν θέλαμε να απομονώσουμε την ενέργεια, αλλά να την εντάξουμε σε μια επιθετική εκστρατεία, όπως και συνέβη. Πολύ απλά, για να αυξήσουμε το αποτέλεσμα".

 

Η επίθεση δεν είναι περιορισμένη και "δεν υπάρχει προσδιορισμένο μέτωπο, το μέτωπο είναι παντού και πουθενά"(32), όπως έλεγε ο στρατηγός των Βιετκόγκ Giap, αφού το αντάρτικο είναι ένας τρόπος επέμβασης με ανίσχυρες δυνάμεις. Η παρενόχληση του εχθρού ανήκει στην πρακτική του, η οποία βασίζεται -όπως λέει ο Λυοτάρ - "σε ένα είδος αναστροφής ή πονηριάς μέσω της οποίας οι μικροί, οι "αδύναμοι" γίνονται προς στιγμήν πιο δυνατοί από τους δυνατούς". "Να κάνουμε την ασθένεια όπλο", έλεγε η κολεκτίβα των ασθενών της Χαϊδελβέργης (S.P.K.) και η επιτροπή υποστήριξης στους φυλακισμένους της R.A.F. δήλωνε: "να συνειδητοποιήσουμε αυτή την υλική δύναμη που είναι η αδυναμία μετασχηματισμένη σε δύναμη". Σύμφωνα με τον Λυοτάρ: "Αυτές οι αναστροφές ανήκουν σε μια λογική που είναι εκείνη των σοφιστών, των πρώτων ρητόρων, όχι του δασκάλου της λογικής, σε ένα χρόνο ευκαιριών, όχι το χρόνο του ρολογιού της παγκόσμιας ιστορίας, σε ένα χώρο μειονοτήτων χωρίς κέντρο".(33)

 

Η πολιτική του χείριστου;

 

Η νόμιμη άκρα αριστερά στη Γερμανία και σε άλλες χώρες κατηγόρησε συχνά τη R.A.F. ότι παίζει με την "πολιτική του χείριστου" και επιδιώκει "να επιταχύνει τη διαδικασία εκφασισμού του Κράτους"(34) προκειμένου να προκαλέσει αντίσταση ενάντια στην καταπίεση. Στις κατηγορίες αυτές η R.A.F. απαντά ότι "δεν είναι υπεύθυνος για το φασισμό αυτός που τον αντιπαλεύει"(35) κι ότι η ίδια δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αποκαλύπτει τον "υφέρποντα φασισμό" που ήδη υπάρχει στους κόλπους της γερμανικής κοινωνίας. Δεν κάνει τίποτε άλλο απ' το να αποκαλύπτει την πραγματική φύση του γερμανικού κράτους που κρύβεται πίσω από "ένα δημοκρατικό προσωπείο". Η R.A.F. θεωρεί ότι "οι αστικές ελευθερίες δεν είχαν ριζώσει πραγματικά στους κόλπους του κρατικού μηχανισμού"(36) και ότι "καταργήθηκαν με τους νόμους Έκτακτης Ανάγκης (Notstandgesetzt), όταν εμφανίστηκε το πρώτο μαζικό κίνημα, το φοιτητικό, που θέλησε να τις χρησιμοποιήσει ενάντια στο κράτος". Για τη R.A.F., κάθε ριζοσπαστική αντιπολίτευση, και όχι αποκλειστικά η ένοπλη πάλη, προκαλεί τη βίαιη αντίδραση του Κράτους που αποκαλύπτει έτσι την "αληθινή του φύση" και πετά το "δημοκρατικό του προσωπείο". Επίσης, αυτή η αντίδραση του Κράτους αντιπροσωπεύει, για την ομάδα, ένα κριτήριο αποτελεσματικότητας, νομιμοποιεί τη δράση της.

 

Αφαιρώντας το προσωπείο του κράτους, η R.A.F. δεν θέλει απλώς να καταδείξει την πραγματική ουσία της εξουσίας, θέλει επίσης να αναγκάσει τον εχθρό να αποκαλυφθεί για να τον χτυπήσει καλύτερα, να τον οδηγήσει σε γυμνό πεδίο, στο δικό της πεδίο, τη στιγμή που αυτή το επιθυμεί. Η R.A.F. αρνείται ότι θέλει να προκαλέσει ή να επιταχύνει τον εκφασισμό της κρατικής μηχανής. Δηλώνει, ωστόσο, ότι επανάσταση και αντεπανάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και, προς επίρρωση αυτής της θέσης, αναφέρεται συχνά σ' ένα απόσπασμα του Μαρξ από την "Πάλη των τάξεων στη Γαλλία": "Η επαναστατική διαδικασία προχώρησε μπροστά, άνοιξε το δρόμο, προκαλώντας μια ισχυρή και συμπαγή αντεπανάσταση, δημιουργώντας έναν εχθρό και πολεμώντας ενάντιά του".(37) Αναφέρεται επίσης και στη θέση του Κιμ Ιλ-Σουνγκ: "Το ζήτημα δεν είναι να γνωρίζουμε αν θέλουμε τη στρατιωτικοποίηση της αντίδρασης ή όχι. Το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε αν μπορούμε να πετύχουμε τη μετατροπή της στρατιωτικοποίησης της αντίδρασης σε στρατιωτικοποίηση της επανάστασης".(38)

 

Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, η R.A.F. αναγνωρίζει ως θετικό αυτό που ονομάζει "κλιμάκωση της αντεπανάστασης", όπως άλλωστε και ο Κάρλος Μαριγκέλα στο "Μικρό εγχειρίδιο του αντάρτη πόλης": "Η βασική αρχή της επαναστατικής στρατηγικής μέσα σε συνθήκες διαρκούς πολιτικής κρίσης είναι η ανάπτυξη ενός τέτοιου αριθμού επαναστατικών ενεργειών που θα υποχρεώσουν τον εχθρό να μετατρέψει την πολιτική κατάσταση της χώρας σε στρατιωτική. Με αυτό τον τρόπο, η δυσαρέσκεια θα εξαπλωθεί σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού".(39) Στη Γερμανία, η αντίδραση του κράτους μετά τις ενέργειες της R.A.F. επέφερε τα ακριβώς αντίστροφα αποτελέσματα. Η καταστολή που γνώρισε η νόμιμη άκρα αριστερά ώθησε τα μέλη της να αποστασιοποιηθούν από την ένοπλη πάλη, τόσο σε επίπεδο λόγου όσο και πράξης, γεγονός που συντέλεσε στην απομόνωση της ομάδας. Όσο για τις "γερμανικές μάζες", αυτές ταυτίστηκαν ακόμα περισσότερο με το Κράτος και τους μηχανισμούς του, μετά την εμφάνιση της R.A.F. στο πολιτικό πεδίο.

 

Η δύναμη του συμβολικού - Η πρόκληση

 

Χαρακτηριστικό των ομάδων ένοπλης πάλης είναι ότι παίζουν με μια δυσαναλογία αιτίου και αποτελέσματος: δημιουργούν μια ζώνη καταστροφής, πλήρους ρήξης της συνέχειας, με τη μαθηματική έννοια του όρου, όπως στη θεωρία του Thom, όπου η παραμικρή διαταραχή μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες στο εσωτερικό ενός συστήματος. Παρατηρούμε μια δυσαναλογία δυνάμεων: από τη μια η κρατική μηχανή με το στρατό της, την αστυνομία της, τα "αντιτρομοκρατικά" κομμάντος της, κι από την άλλη μερικοί ένοπλοι αγωνιστές. Όλη η δύναμη, στο επίπεδο του πραγματικού, βρίσκεται απ'την πλευρά του Κράτους. Κι όμως, αυτό το τελευταίο μοιάζει να τα χάνει, αφού η ένοπλη ομάδα επιχειρεί μια μετατόπιση του στρατηγικού πεδίου, μετατρέποντας την αδυναμία της σε δύναμη: περνά από το πραγματικό πεδίο στο συμβολικό. Συμβολικό, όχι με την έννοια του μη αποτελεσματικού -αντίθετα η αποτελεσματικότητα είναι μεγάλη-, αλλά συμβολικό με την έννοια που δίνει στον όρο ο Marcel Mauss. Βρισκόμαστε στη σφαίρα της πρόκλησης, του υπερθεματισμού, της απουσίας υπολογισμού, την ίδια στιγμή που η σφαίρα του πραγματικού είναι αυτή της παραγωγής, της καθολικότητας της ανταλλακτικής αξίας, του εμπορίου. Κι άλλα κινήματα, εκτός των ένοπλων, κατέδειξαν τη δύναμη του συμβολικού. Έτσι στη Γαλλία, το Μάη του '68, οι διαδηλωτές οδήγησαν την εξουσία σε μια κατάσταση την οποία δεν είχε προετοιμαστεί να αντιμετωπίσει: να υποχωρήσει μπροστά σε ένα σωρό πέτρες και αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα ή να μετατρέψει τους "Λυσσασμένους" σε μάρτυρες; Και στις δύο περιπτώσεις, έχανε το γόητρό της. Από τη στιγμή της συγκρότησής της, η R.A.F. κινητοποίησε εναντίον της τεράστιες αστυνομικές δυνάμεις, αφού το Κράτος δεν μπορούσε να μην απαντήσει στην πρόκληση που του απηύθυνε αυτή η ομάδα. Η επιδεικτική ανάπτυξη των δυνάμεων της τάξης ήταν επίσης ένα θέαμα που απευθυνόταν στην κοινή γνώμη: έπρεπε να καταδειχθεί ότι η δύναμη παραμένει από την πλευρά του Κράτους. Η δύναμη της πρόκλησης που ο αγωνιστής της R.A.F. αντιτάσσει απέναντι στο Κράτος είναι η προσφορά της ίδιας του της ζωής. Αυτή είναι που διακυβεύεται, τόσο με τις ενέργειες του αντάρτικου και με τη ζωή στην παρανομία, όσο και με τις απεργίες πείνας, αφού, ακόμα και φυλακισμένος, ο αγωνιστής συνεχίζει να περιφρονεί το Κράτος, και αυτό το τελευταίο δεν απαντά σε αυτή την πρόκληση σκοτώνοντάς τον ή αποδεχόμενο το θάνατό του στη φυλακή, επειδή ακριβώς αυτός ο θάνατος είναι το διακύβευμα.(40*) Στην πραγματικότητα, ο αγωνιστής της R.A.F. δεν είναι "λογικός" και όταν δέχεται να διαπραγματευτεί (όπως π.χ. με την απαγωγή του Σλέγιερ ή την κατάληψη της πρεσβείας στη Στοκχόλμη), θέτει τόσο ψηλά τον πήχη των αιτημάτων του που αυτό ισοδυναμεί με μια ριζική άρνηση διαπραγμάτευσης.

 

Η βασική κριτική που πάντοτε γινόταν στη R.A.F. είναι ότι "απομονώθηκε από τις μάζες", κριτική που αντανακλά μια παντελή έλλειψη κατανόησης της στρατηγικής της, που βασική της διάσταση είναι, όπως δείξαμε, η κατάργηση των μαζών ως τρίτου προς τον οποίο απευθύνεται η ομάδα. Αυτό που μετρά για τη R.A.F. στην πραγματοποίηση μιας ενέργειας είναι το πλήγμα που επιφέρει στον αντίπαλο, καθώς και ο παραδειγματικός χαρακτήρας της ενέργειας. Ο τρόπος με τον οποίο η R.A.F. βλέπει τη στρατηγική της συνοψίζεται στο κείμενο ενός συμπαθούντος, γραμμένο το 1975: "Δεν πρόκειται πλέον για άοπλους επαναστάτες, θύματα μιας καταστολής ισχυρότερης, καλύτερα οργανωμένης από αυτούς και νόμιμης: περνάμε από μια κατάσταση φραστικής καταγγελίας -όπου βρισκόμασταν σε θέση άμυνας- σε μια κατάσταση απάντησης στη βία, επιτιθέμενοι στα διευθυντικά κέντρα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η εξουσία των αποφάσεων αντιστρέφεται. Αυτές οι ενέργειες της R.A.F. έδειξαν ότι είναι δυνατόν να επιφέρουμε καίρια πλήγματα στον εχθρό εκεί όπου αυτός πιστεύει ότι είναι πιο ισχυρός, πιο ασφαλής, στις μητροπόλεις όπου είναι προς το παρόν κυρίαρχος. Δεν είναι πλέον μόνο το επαναστατικό στρατόπεδο που θρηνεί θύματα και καταδικάζει τους δήμιους που προστατεύονται από αυτό που τολμά να αποκαλείται δικαιοσύνη. Με τις ενέργειες της R.A.F., ο εχθρός αναγκάζεται να μετρά κι αυτός επίσης τα δικά του θύματα".(41)

  

Αυτό που επιδιώκει η R.A.F. είναι η αμφισβήτηση του μονοπωλίου των όπλων στο εσωτερικό αυτού που αποκαλεί "ιμπεριαλιστικό σύστημα". Κι αυτή η αμφισβήτηση περνά, για τη R.A.F., μέσα από την πραγματοποίηση παραδειγματικών ενεργειών.

 

1. Ενώ ο Μαρξ, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, χαρακτήριζε τους κοινωνικά υποβαθμισμένους, τους φτωχούς, τους περιθωριακούς ως "παθητικό αποτέλεσμα σήψης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων της παλιάς κοινωνίας", ο Μπακούνιν έγραφε: "Όταν λέω άνθος του προλεταριάτου, εννοώ κυρίως αυτή τη μεγάλη μάζα, αυτά τα εκατομμύρια απολίτιστων, απόκληρων, εξαθλιωμένων και αγράμματων που οι κύριοι Μαρξ και Ένγκελς διατείνονται ότι θα υποτάξουν στην πατρική κυβέρνηση ενός ισχυρού καθεστώτος... Όταν λέω άνθος του προλεταριάτου, εννοώ ακριβώς αυτό το μεγάλο λαϊκό υπόκοσμο, ο οποίος καθώς είναι σχεδόν παρθένος από την επίδραση κάθε αστικού πολιτισμού, φέρει στους κόλπους του, στα πάθη του... όλα τα σπέρματα του επερχόμενου σοσιαλισμού." (Bakounine, "La Liberte" -choix de textes- Ed. Pauvert, 1965, p.134-135).

 

2. Louis Althusser, "Reponse a John Lewis", Ed. Maspero, p.79.

 

3. Antonio Negri, "La Classe ouvriere contre l' Etat", Ed. Galilee, 1978.

 

4. Alain Badiou, "Custas quid noctis", Critique, novembre 1984, p. 862.

 

5. Texte der R.A.F. Chap. XXIX, "Den Antiimperialistischen Kampf fuhren! Die rote Armee aufbauen!" ("Να διεξάγουμε τον αντιϊμπεριαλιστικό αγώνα! Να δημιουργήσουμε τον Κόκκινο Στρατό!") Revolutionares Subjekt, p. 431.

 

6. Herbert Marcuse, "L'Homme Unidimensionnel", Ed. De Minuit, p.7.

 

7. Στο ίδιο, σελ. 7.

 

8. Στο ίδιο, σελ. 34.

 

9. Στο ίδιο, σελ. 32.

 

10. Από τη δήλωση της Μάινχοφ στη δίκη του Berlin -Moabit (13 Σεπτ. 1974). Δες στο "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero.

 

11. Gavi, Sartre, Victor, "On a raison de se revolter", Ed. Gallimard, p. 342.

 

12. Texte der R.A.F., "Revolutionares Subjekt", p. 431.

 

13. "L'Homme unidimensionnel", Ed. De Minuit, p. 280. Για τον Μαρκούζε, το να μη θέλει κανείς να παίξει το παιχνίδι του συστήματος δεν σημαίνει κατ' ανάγκην να κάνει αντάρτικο πόλης. Όμως η επαναστατική βία επιβάλλεται, επειδή επιδιώκει να καταστρέψει το μονοπώλιο της βίας του Κράτους.

 

14. Texte der R.A.F., "Revolutionares Subjekt", p. 433.

 

15. Ο Λούκατς πρόκρινε την υποκειμενική στιγμή, εκείνη της επαναστατικής δράσης, έναντι της βαρύτητας του ιστορικού ντετερμινισμού. Όμως, στη θεωρία του, δεν αναφέρεται σε μια ατομική υποκειμενικότητα. Είναι σχεδόν αποκλειστικά το κόμμα που ενσαρκώνει τη βούληση, τη συνείδηση, το "δι εαυτόν" του προλεταριάτου.

 

16. Texte der R.A.F., "Revolutionares Subjekt", p. 432.

 

17. Δήλωση των φυλακισμένων της R.A.F. στις 21 Αυγ. 1975. Βλ. στο βιβλίο "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero, σελ. 133.

 

18. "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero, p. 35. Και ο Μαρκούζε πίστευε επίσης ότι τα απελευθερωτικά κινήματα του "Τρίτου Κόσμου" δεν είναι αρκετά ισχυρά για να νικήσουν από μόνα τους το ιμπεριαλιστικό σύστημα και ότι οι αγώνες στις μητροπόλεις είναι απαραίτητοι ("La fin de l'Utopie", Ed. Du Seuil).

 

19. Ακόμα και ο Τσε Γκεβάρα απέδιδε μεγάλη σημασία στον αγώνα στις μητροπόλεις. Κάποτε απάντησε σε κάποιους νεαρούς Βορειοαμερικάνους που ήθελαν να πολεμήσουν στη Λατινική Αμερική: "Είστε πολύ τυχεροί εσείς οι υπόλοιποι αμερικάνοι. Ζείτε στην κοιλιά του κτήνους. Διεξάγετε τον πιο σημαντικό από όλους τους αγώνες, στην ίδια την καρδιά της ζώνης των μαχών". (Αναφέρεται από το Jerry Rubin στο βιβλίο του "Do it!").

 

20. Δήλωση των φυλακισμένων της R.A.F. στις 21 Αυγούστου 1975. Βλ. στο "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero, σελ. 132.

 

21. "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero, (Berlin-Moabit, 13 Septembre 1974), p. 38.

 

22. Από το κείμενο της R.A.F "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης". Βλ. στο "La bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, Ed. Champ Libre, σ. 115.

 

23. "Ανακοίνωση της 14ης Μάη 1972", "Textes de la R.A.F.", Maspero, σ. 212.

 

24. Συνέντευξη στο περιοδικό Spiegel, vo 25, 15 Ιούνη 1970.

 

25. "Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, p. 64.

 

26. Στο ίδιο, σελ. 214.

 

27. Από το κείμενο της R.A.F "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης".

 

28. Γράμμα που αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "La Lanterne Noire", Απρίλιος 1977, no 8.

 

29. "Den Antiimperialistischen Kampf fuhren! Die rote Armee aufbauen!", in Texte der R.A.F., p. 433.

 

30. Εδώ η αντίληψη της R.A.F. είναι αντίθετη με εκείνη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που θεωρούσαν την Ιταλία ως τον πιο αδύνατο κρίκο του ιμπεριαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη και τη Δυτ. Γερμανία ως τον πιο δυνατό.

 

31. Δήλωση του Knut Folkers (5 Ιούνη 1984) που δημοσιεύτηκε στο έντυπο "Ligne Rouge" (Κόκκινη Γραμμή), νo 11.

 

32. Αναφέρεται από τον Αντρέ Γκλυκσμάν στο συλλογικό έργο "Histoire des Ideologies", ed. Hachette, p. 239.

 

33. Jean-Francois Lyotard, "Rudiments paiens", ed. Bourgois, p. 154-155.

34. Horst Mahler, Jurgen Backer, "Zehn Thesen uber der R.A.F.", in Jarbuch Politik", no 8, 1978, Wagenbach Ed.

35. Συνέντευξη των φυλακισμένων της R.A.F. στο Σταμχάιμ στη Monde Diplomatique. Αναδημοσιεύτηκε στα Cahiers de combattants anti-imperialistes (Τετράδια των αντιϊμπεριαλιστών μαχητών), νο 1, Ιούλης 1976.

36. "Die Dialektik von Revolution und Kontrerevolution" in Texte der R.A.F., Chapitre XXVII, p. 400.

37. Αναφέρεται από την Ούλρικε Μάινχοφ στη δήλωσή της στη δίκη του Berlin-Moabit (13 Σεπτέμβρη 1974). "Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, p.137.

38. "Die Dialektik von Revolution und Kontrerevolution" in Texte der R.A.F., chapitre XXVII, p. 401.

39. Αυτό το απόσπασμα του Κάρλος Μαριγκέλα αναφέρεται από την Ούλρικε Μάινχοφ ("Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, p.44).

40. Αυτό συνίσταται, όπως λέει ο Μποντριγιάρ, στο να "προκαλείς το σύστημα με μια προσφορά στην οποία εκείνο να μην μπορεί να απαντήσει παρά μόνο με τον ίδιο του το θάνατο και την κατάρρευσή του" ("L'echange symbolique et la mort", Ed. Gallimard, p. 64.) Για τον Μποντριγιάρ, καμία κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας, δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη συμβολική υποχρέωση που κάνει την επανεμφάνισή της με τη μορφή της τρομοκρατικής πράξης.

* Σ.τ.Ε.: Ο ανθρωπολόγος Marcel Mauss περιέγραψε τη συμβολική λειτουργία του δώρου στις πρωτόγονες κοινωνίες ως εξής: ο δωρητής επιδιώκει να επικρατήσει χαρίζοντας εκείνο που δεν μπορεί να ανταποδoθεί παρά μόνο με την αυτοκαταστροφή του αποδέκτη. Ας σημειωθεί ότι οι αιχμάλωτοι αγωνιστές της R.A.F., όπως η Μάινχοφ, ο Μπάαντερ, ο Ράσπε και η Ένσλιν, δολοφονήθηκαν μέσα στις φυλακές κάτω από τέτοιες συνθήκες έτσι ώστε η εξόντωσή τους να παρουσιαστεί ως αυτοκτονία, και όσοι μίλησαν δημόσια για τη δολοφονία τους διώχτηκαν για συκοφαντική δυσφήμηση του γερμανικού κράτους.

41. Victor Kleinkrieg, "Les combattants anti-imperialistes face a la torture" (Οι αντιϊμπεριαλιστές μαχητές μπροστά στα βασανιστήρια) in "A propos du proces Baader-Meinhof", Bourgois Ed, p. 27.

Ο Χανς Γιοακίμ Κλάιν ακούει την ετυμηγορία του δικαστηρίου της Φρανκφούρτης.

Η ομάδα της R.A.F.: Μαρξιστική ή αναρχική;

Επιδράσεις κι αναφορές

R.A.F.: ορθόδοξοι μαρξιστές;

Τα Μ.Μ.Ε., οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές, οι κυβερνήσεις και τα μεγάλα κόμματα χαρακτήρισαν γενικά ως αναρχικούς τα μέλη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, ακόμα κι αν τα σχετικά σχόλια αφορούσαν τις μαρξιστικές ιδεολογικές αναφορές που η ίδια η ομάδα αναγνώριζε στον εαυτό της. Υπογραμμιζόταν η "αναρχική" διάσταση της πολιτικής της και τα όσα η ίδια η R.A.F. υποστήριζε για τον εαυτό της θεωρούνταν αμελητέα.

 

Στο εσωτερικό της νόμιμης άκρας αριστεράς, τόσο οι μαρξιστικές όσο και οι αναρχικές οργανώσεις αρνούνταν να θεωρήσουν τη R.A.F. ως δική τους, χαρακτηρίζοντάς την αντίστοιχα ως "αναρχική" ή "μαρξιστική", ένας χαρακτηρισμός που δεν στόχευε παρά στην απόρριψή της.

 

Όσο για τους συμπαθούντες της R.A.F., αυτοί απέδιδαν στην ομάδα τις προσωπικές τους πολιτικές αναφορές. Όσοι ήταν οργανωμένοι στις "επιτροπές υποστήριξης" και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως "εγγυητές της ορθοδοξίας" υπογράμμισαν το μαρξιστικό χαρακτήρα της R.A.F. Ο Klaus Croissant υπήρξε o κατεξοχήν εκπρόσωπος αυτής της τάσης. Σε μια συνέντευξη τον Απρίλιο του 1982, προσδιορίζει τους αγωνιστές της R.A.F. ως "μαρξιστές επαναστάτες" και στην ερώτηση "Ποιά είναι τα θεωρητικά κείμενα που επηρέασαν περισσότερο τη R.A.F.;" απαντά ότι τα μέλη της οργάνωσης "άντλησαν τα συμπεράσματά τους από τον Μαρξ και τον Λένιν".(1)

 

Πέρα από αυτούς τους οργανωμένους συμπαθούντες, δημιουργήθηκε μεταξύ των ετών 1972 και 1977 ένα "ρεύμα" συμπάθειας προς τη R.A.F. στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ελλάδα...) που κατά κύριο λόγο αποτελούνταν από μη οργανωμένους αναρχικούς και, από το 1976 κι έπειτα, από αυτούς που αποκαλούνταν αυτόνομοι. Οι τελευταίοι λίγο ενδιαφέρονταν για τις ιδεολογικές αναφορές της R.A.F. Μόνο η πρακτική της ομάδας τούς γοήτευε, και η συμπάθειά τους προς τη R.A.F. ενισχυόταν από το μίσος ή την περιφρόνηση που αυτή προκαλούσε στις αριστερίστικες οργανώσεις. Ελάχιστα τους ενδιέφερε αν η R.A.F. προσδιοριζόταν ή όχι ως μαρξιστική και τη θεωρούσαν a priori ως αναρχική ομάδα.

 

Πώς, όμως, τα ίδια τα μέλη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός προσδιόριζαν τον εαυτό τους; Σε ερώτηση του Spiegel: "Πώς αντιλαμβάνεστε τον εαυτό σας; Θεωρείτε ότι είστε μαρξιστές ή αναρχικοί;", οι φυλακισμένοι της R.A.F. απαντούν "μαρξιστές", αλλά προσθέτουν: "Η εκδοχή του αναρχισμού, όπως προβάλλεται από τις κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αντικομμουνιστικός δαυλός που δεν έχει καμία άλλη χρήση παρά εμπρηστική... Στοχεύει στην αντιδραστική και φασίζουσα κινητοποίηση του λαού προκειμένου αυτός να χειραγωγηθεί και να ταυτιστεί με την κρατική βία. Πρόκειται επίσης για μια απόπειρα του ιμπεριαλιστικού κράτους να σφετεριστεί προς όφελός του την παλιά διαμάχη μεταξύ επαναστατών μαρξιστών και επαναστατών αναρχικών, να χρησιμοποιήσει εναντίον μας την οππουρτινιστική κατάντια του σύγχρονου μαρξισμού ο οποίος υποστηρίζει ότι οι μαρξιστές δεν πρέπει να επιτίθενται στο Κράτος, αλλά στο κεφάλαιο, και ότι μόνο τα εργοστάσια κι όχι οι δρόμοι μπορούν σήμερα να αποτελέσουν πεδία της ταξικής πάλης. Σύμφωνα με αυτή τη λανθασμένη εκδοχή του μαρξισμού, ο Λένιν ήταν αναρχικός και το βιλίο του "Κράτος κι Επανάσταση" ένα αναρχικό εγχειρίδιο. Κι όμως, είναι το κατεξοχήν στρατηγικό βιβλίο του επαναστατικού μαρξισμού...".(2)

 

Στο πρώτο τους κείμενο "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης", οι αγωνιστές της R.A.F. δηλώνουν: "Δεν είμαστε ούτε μπλανκιστές ούτε αναρχικοί, αν και θεωρούμε τον Μπλανκί μεγάλο επαναστάτη και δεν περιφρονούμε διόλου τον ηρωϊσμό πολλών αναρχικών (...). Από παλιά, οι αναρχικοί υπήρξαν οι πιο άγριοι επικριτές του οππορτουνισμού κι έτσι όποιος κάνει κριτική στον οππορτουνισμό κατηγορείται για αναρχισμό".(3) Έτσι, οι αγωνιστές της R.A.F., ενώ αυτοπροσδιορίζονται ως μαρξιστές, εκφράζουν κάποια συμπάθεια και σεβασμό για το αναρχικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένων και των πιο πρόσφατων εκδηλώσεών του, όπως είναι οι Ρέμπελοι του Hasch: "Το πρόταγμα των αναρχικών "Τσακίστε αυτό που σας τσακίζει!" στοχεύει στην άμεση κινητοποίηση της βάσης, της νεολαίας στις φυλακές, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια. Απευθύνεται στους πιο καταπιεσμένους και μπορεί να γίνει αυθόρμητα αντιληπτό. Καλεί σε άμεση αντίσταση".(4)

 

Ο μαρξισμός σαν θεωρία και πρακτική έγινε αντιληπτός κι εφαρμόστηκε με διαφορετικούς τρόπους, τόσο από τα κράτη (Κίνα, ΕΣΣΔ, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία...) όπου μετατράπηκε σε επίσημη ιδεολογία, όσο κι από διάφορες ομάδες, κόμματα, οργανώσεις (ρεβιζιονιστές, τροτσκιστές, μαρξιστές/λενινιστές, μαοϊκούς, ακόμα κι από ορισμένες εξτρεμιστικές ομάδες της άκρας αριστεράς) καθώς και ένοπλες οργανώσεις (Ερυθρές Ταξιαρχίες, Φωτεινό Μονοπάτι, R.A.F...). Καθένας είχε τη δική του ερμηνεία του μαρξισμού, που τη θεωρούσε ως την πιο πιστή στο Μαρξ, την πιο επιστημονική, την πιο αυθεντική. Ο Χόρστ Μάλερ σχολιάζει αυτήν την πραγματικότητα με τρόπο διασκεδαστικό: "Στην πραγματικότητα δεν είχαμε καμία δυσκολία να συνδέσουμε αυτή την καθολική αντίληψη της επανάστασης με τα μαρξιστικά αξιώματα. Συνεπώς, θεωρούσαμε ότι ήμασταν καλοί μαρξιστές και πιθανώς να θεωρούσαμε επίσης κι ότι ήμασταν οι καλύτεροι".(5)

 

Μέσα από τα κείμενα και την πρακτική της R.A.F., θα διερευνήσουμε αν ο μαρξισμός υπήρξε πραγματικά συστατικό στοιχείο της θεωρίας και της πρακτικής της ομάδας, ή αν άλλες επιδράσεις, συνειδητές ή μη, ήταν αυτές που έπαιξαν έναν πιο καθοριστικό ρόλο.

 

Στα κείμενά τους οι αγωνιστές της R.A.F. αναφέρονται σε διάφορες εκδοχές του μαρξισμού: από τις πιο στερεότυπες ως τις λιγότερο ορθόδοξες. Έτσι, ο Μπάαντερ, όταν υποστηρίζει ότι "Η φασιστική παραμόρφωση του κράτους υπήρξε αναγκαστική, καθώς υπαγορευόταν απ' τις αντιφάσεις του ίδιου του κεφαλαίου",(6) δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υιοθετεί την οικονομιστική και μηχανιστική αντίληψη της "αντανάκλασης" που βλέπει στο Κράτος (υπερδομή) την εικόνα του τρόπου παραγωγής (υποδομή). Ο ίδιος άλλωστε καταφεύγει και σε μια άλλη μαρξιστική "κοινοτοπία", όταν γράφει: "Η λειτουργία του αστικού Κράτους συνίσταται στη διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ενάντια στην παγκόσμια τάση των παραγωγικών δυνάμεων προς το σοσιαλισμό".(7)

 

Ξαναβρίσκουμε εδώ την ιδέα ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα οδηγούσε από μόνη της στο σοσιαλισμό, αν δεν εμποδιζόταν από τον καπιταλισμό. Ένα ανάλογο επιχείρημα χρησιμοποιεί και η Ούλρικε Μάινχοφ προκειμένου να καταδείξει την αναγκαιότητα του αντάρτικου στις μητροπόλεις, ενός αντάρτικου που θα είναι η έκφραση της "αντικειμενικής τάσης": "Η R.A.F. είναι μια υπόθεση που γεννιέται με λογικό και διαλεκτικό τρόπο μέσα από τις υπάρχουσες σχέσεις. Μια πρακτική που εκφράζει τις πραγματικές σχέσεις. Γιατί ολόκληρη η ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων".(8) Σε άλλο κείμενο της R.A.F. διαβάζουμε: "Η δημιουργία της R.A.F., καθώς και κάθε ένοπλης ομάδας καθορίζεται και νομιμοποιείται από την κρίση του ιμπεριαλιστικού συστήματος -κι αυτό το αντιλαμβάνεται αργά ή γρήγορα και η ίδια. Είναι αυτή η κρίση που γεννά το αντάρτικο, αυτή που το καθιστά δυνατό ως έκφραση μιας αντικειμενικής τάσης".(9)

 

Συνεπώς, η R.A.F. υιοθετεί τις δύο υλιστικές θέσεις της θεωρίας της Γνώσης: την "αντανάκλαση" και την επ' άπειρον "προσέγγιση" που τείνει προς την αλήθεια, θέσεις που ήταν αγαπητές στο Λένιν. Από τον τελευταίο, η R.A.F. υιοθετεί επίσης τη θεωρία του ιμπεριαλισμού ως ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού και θεωρεί τη διεθνιστική πολιτική της γραμμή ως συνέχεια της γραμμής που χάραξε ο Λένιν.

 

Τέλος, η Ούλρικε Μάινχοφ στο κείμενό της για την ταξική θέση και την ταξική πάλη, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, υιοθετεί την παραδοσιακή αρχή του διαλεκτικού υλισμού που επιβεβαιώνει την υπεροχή της κίνησης έναντι της ακινησίας, καθώς η τελευταία δεν μπορεί παρά να είναι πρόσκαιρη και σχετική. Επίσης, στο ίδιο κείμενο συναντάμε την αντίληψη περί προτεραιότητας της διάσπασης έναντι της ταυτότητας, η οποία παραπέμπει στη μαοϊκή διατύπωση: "το ένα διαιρείται σε δύο".

 

Όμως, οι αγωνιστές της R.A.F. συμπεριλαμβάνουν στις αναφορές τους, άμεσα ή έμμεσα, και σύγχρονους μαρξιστές, όπως για παράδειγμα τον Αλτουσέρ -με τον οποίο συμφωνούν ως προς την αντίληψη ότι το κράτος συγκροτείται τόσο από κατασταλτικούς όσο και από ιδεολογικούς μηχανισμούς-, καθώς επίσης και τον Πουλαντζά, για τον οποίο η Mάινχοφ λέει ότι "συνέλαβε τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους συνδέονται με τις κατασταλτικές και ιδεολογικές του λειτουργίες".(10) Η ίδια προχωρά πέρα από τον Πουλαντζά, υπογραμμίζοντας όχι μόνο "τη σχετική αυτονομία της οικονομικής βαθμίδας έναντι του Κράτους", αλλά υποστηρίζοντας επιπλέον την ιδέα ότι το οικονομικό στοιχείο δεν ανήκει πλέον στην τάξη του αντικειμενικού, αλλά σε εκείνη της ιδεολογίας. Η ιδέα αυτή συγκλίνει με την αντίληψη που έχει διατυπωθεί σε άλλα κείμενα της R.A.F., όπου τα μέλη της υποστηρίζουν ότι το σύστημα πλέον χρησιμοποιεί την αναφορά στη σφαίρα της οικονομίας (παραγωγή και κατανάλωση), προκειμένου να απενεργοποιήσει τους ριζοσπαστικούς αγώνες, ενώ προηγουμένως ο καπιταλισμός χρησιμοποιούσε την ιδεολογία (υπερδομή) προκειμένου να εξομαλύνει τις αντιφάσεις στο πεδίο της παραγωγής.

 

Οι αγωνιστές της R.A.F. αναγνωρίζουν έναν εξέχοντα και καθοριστικό ρόλο στην υποκειμενικότητα, επιζητούν όμως να παραμείνουν συνδεδεμένοι με τη μαρξιστική παράδοση. Έτσι, συνδέουν την υποκειμενικότητα με μια αντικειμενική διαδικασία στην οποία η πρώτη δίνει μια κατεύθυνση, μια στρατηγική, μια συνοχή, μια διάρκεια, καθώς μετατρέπεται σε πολιτική δύναμη. Παραπέμπουν μάλιστα και στην άποψη του Γκράμσι "για τον οποίο η βούληση αποτελεί μια συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ: η ισχυρή βούληση συνιστά τον κινητήριο μοχλό της επαναστατικής διαδικασίας, στη διάρκεια της οποίας η υποκειμενικότητα γίνεται πράξη".(11)

 

Μπορούμε, επομένως, να πούμε πως η R.A.F. είναι μαρξιστική στο βαθμό που υιοθετεί τα βασικά αξιώματα του ιστορικού υλισμού: η ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, η πάλη των τάξεων είναι ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας, αυτή η πάλη γεννιέται μέσα στις συνθήκες εκμετάλλευσης μιας ταξικής κοινωνίας, ο τρόπος παραγωγής είναι η αντιφατική ενότητα των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, αυτή η ενότητα είναι πρόσκαιρη. Ωστόσο, πολλές φορές οι αγωνιστές της R.A.F. επικαλούνται τις μαρξιστικές αναφορές με βασικό στόχο να πείσουν για την ορθότητα της πολιτικής τους γραμμής, καθώς αυτές οι αναφορές αποτελούν για εκείνους εγγύηση "σοβαρότητας".

 

Η ανάγνωση των κειμένων της R.A.F. αποδεικνύει την επίδραση ορισμένων στοχαστών που μπορεί να ήταν αρκετά απομακρυσμένοι από το μαρξισμό, όμως έθεταν το ζήτημα της επανάστασης ή της εξέγερσης. Και ίσως αυτές οι επιδράσεις να ήταν και οι πιο αποφασιστικές για τη συγκρότηση και την πορεία της ομάδας. Είδαμε πριν τη σημασία των θέσεων του Μαρκούζε αναφορικά με τον προσδιορισμό του "επαναστατικού υποκειμένου". Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι άλλοι φιλόσοφοι της σχολής της Φρανκφούρτης. Για παράδειγμα, η R.A.F. αναφέρεται στις αντιλήψεις του Αντόρνο και του Χορκχάιμερ, όπως αυτές διατυπώνονται στο βιβλίο Autoritare Person- lichkeit,(12) (Aυταρχική Προσωπικότητα) προκειμένου να θέσει το ερώτημα "γιατί οι μάζες αφήνονται να κυριαρχούνται;"

 

Παράλληλα, οι αγωνιστές της R.A.F. δεν απέρριψαν διόλου τη συνεισφορά της ψυχανάλυσης: "Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες από το Φρόυντ μέχρι το Mαρκούζε, περνώντας και απο τον Βίλχελμ Ράιχ έπαιξαν κάποιο ρόλο. Επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι η αντίσταση υπάρχει ως δυναμική. Υπάρχει υπό μία μορφή που δεν εμφανίζεται ως αντίσταση αλλά, αντίθετα, ως στιγμές φασίζουσας καταπίεσης. Είναι η μετατροπή της διαμαρτυρίας σε αυτοκαταπίεση έως σημείου νεύρωσης. (...) Η καταπίεση γεννά την αντίσταση, όμως αυτή η τελευταία πρέπει να πάρει άλλη μορφή από το να στρέφεται ενάντια στα ίδια τα θύματα της καταπίεσης. (...) Θα πρέπει να στρέφουμε την αντίσταση στη σωστή κατεύθυνση, ενάντια στον εχθρό, όχι ενάντια στον εαυτό μας", αναφέρει ο Χόρστ Μάλερ σε μια συνέντευξη.(13)

 

Σε ένα από τα πρώτα κείμενά τους με τίτλο "Να υπηρετήσουμε το λαό", οι αγωνιστές της R.A.F. έγραφαν: "Στο υψηλό ποσοστό αυτοκτονιών μεταξύ των προλετάριων, πολλοί δεν βλέπουν παρά μια έκφραση απελπισίας, κι όχι τη διαμαρτυρία",(14) εκφράζοντας έτσι την ιδέα ότι η εξέγερση είναι παρούσα, αλλά οι κυριαρχούμενοι σφάλλουν ως προς το στόχο. Στα παιδιά και τις γυναίκες που είναι θύματα κακομεταχείρισης, η R.A.F. βλέπει το αποτέλεσμα αυτού του σφάλματος, καθώς η διαμαρτυρία μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή ατομικών ή συλλογικών φασιστικών αντιδράσεων.

 

Ωστόσο, η απουσία αγώνων, κυρίως στο πεδίο της παραγωγής, δεν είναι κατ' ανάγκην κάτι το αρνητικό: "Στην πολιτική αδιαφορία του προλεταριάτου δεν πρέπει να βλέπουμε μονάχα την απάθεια, αλλά και την αμφισβήτηση ενός συστήματος για το οποίο δεν αξίζει τον κόπο να στρατευτεί κανείς. (...) Στην έλλειψη διάθεσης του προλεταριάτου για οικονομικούς αγώνες, δεν πρέπει να βλέπουμε την αποστροφή για τον αγώνα, αλλά την άρνηση των προλετάριων να παλέψουν για γελοίες αυξήσεις και για μια ανόητη κατανάλωση".(15) Η φαινομενική έλλειψη αγωνιστικότητας γίνεται αντιληπτή ως έκφραση μιας άρνησης του συστήματος.

 

Αυτές οι αναφορές στη σχολή της Φρανκφούρτης και την ψυχανάλυση είναι όμοιες με εκείνες της Ένωσης Σοσιαλιστών Φοιτητών (S.D.S.) και της Νέας Γερμανικής Αριστεράς η οποία, στα πλαίσια του προβληματισμού της σχετικά με το ναζιστικό φαινόμενο, αναρωτήθηκε ποιό είναι το στοιχείο εκείνο στις νοητικές δομές του ατόμου το οποίο επέτρεψε την εξάπλωση και την επικράτηση του φασισμού. Οι αγωνιστές της Νέας Αριστεράς ενδιαφέρθηκαν για τις αντιλήψεις του Βίλχελμ Ράιχ ο οποίος διέκρινε στο φασιστικό φαινόμενο δυο επίπεδα: το κρατικό επίπεδο και το ατομικό επίπεδο (μικροφασισμός). Οι αγωνιστές της R.A.F., όπως και εκείνοι της Νέας Αριστεράς, απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην υποκειμενικότητα και την ατομική βούληση. Για το λόγο αυτό ενσωμάτωσαν στις αναφορές τους τον Σαρτρ, για τον οποίο το άτομο είναι "μια μοναδική ολότητα". Κατά την άποψή τους, όπως και κατά την άποψη του Σαρτρ, κάθε κατάσταση μπορεί και πρέπει να υπερβληθεί, η στράτευση είναι αναπόφευκτη, η ευθύνη του καθένα συνολική και "ο σκοπός είναι η συνθετική ενότητα των μέσων". Έτσι, η R.A.F. δεν έχει τακτική, παρά μια στρατηγική, και αρνείται κάθε συμβιβασμό.

 

Τέλος, οι αγωνιστές της R.A.F., όπως και ο Σαρτρ, αποδίδουν στην ελευθερία μια θεμελιώδη αξία, που δεν έχει τη μαρξιστική έννοια της "αναγκαιότητας". Γι αυτό το λόγο αναφέρονται επίσης στον Μπλοκ, για τον οποίο κινητήριος μοχλός της ιστορίας δεν είναι η πάλη των τάξεων, αλλά η επιθυμία του ανθρώπου για ελευθερία και πληρότητα.

 

Όχι στην κατάληψη της εξουσίας. Πρωτοκαθεδρία της κυριαρχίας

έναντι της εκμετάλλευσης. - Η R.A.F. κι ο αναρχισμός

 

Η αντίληψή τους για την ελευθερία τούς συνδέει με τους αναρχικούς. Πραγματικά, τα μέλη της R.A.F. δεν αγωνίζονται για ένα ονειρικό αύριο. Το "βασίλειο της ελευθερίας" πρέπει να είναι άμεσο και παρόν και η παρανομία αποτελεί αυτό το "απελευθερωμένο έδαφος". Η ελευθερία είναι μια διαδικασία απελευθέρωσης, εμπεριέχεται μέσα στον ίδιο τον αγώνα. Όπως οι αναρχικοί, έτσι και οι αγωνιστές της R.A.F. αρνούνται τα στάδια, τις επαναλαμβανόμενες διαμεσολαβήσεις, τις "θυσιασμένες γενιές". Δεν υπάρχει "ιστορική υπομονή" που να επικυρώνει την κάθε είδους καρτερία.

 

Η επανάσταση δεν είναι μια σωρευτική διαδικασία, όπως είναι για τους μαρξιστές που τη συνδέουν με τη διαδικασία παραγωγής. Το ζήτημα για τη R.A.F δεν είναι να καταλάβει κανείς την εξουσία του Κράτους, ακόμα κι αν έχει την πρόθεση να την καταστρέψει στη συνέχεια: πρέπει εξαρχής να την καταστρέψει, επιφέροντάς της πλήγματα, αφού αυτή δεν είναι και δεν μπορεί παρά να είναι εργαλείο κυριαρχίας.

 

Οι αγωνιστές της R.A.F. θεωρούν, όπως και οι αναρχικοί, ότι είναι η κυριαρχία που προηγείται και επιφέρει την εκμετάλλευση και ότι η παραγωγή δεν είναι παρά ένα τμήμα του συστήματος όπου ασκείται η εξουσία. Έτσι, η Μάινχοφ, σε μια δήλωσή της στη διάρκεια μιας δίκης, στη μομφή ότι οι αγωνιστές της R.A.F. αποκαλούνται επαναστάτες χωρίς να έχουν δουλέψει ποτέ σε εργοστάσιο, απαντούσε ότι για τους αγωνιστές το προλεταριάτο δεν έχει μια έννοια κοινωνιολογική, αλλά μια έννοια αγώνα. "Θέλετε να πείτε ότι "η εργασία απελευθερώνει;" (Arbeit macht frei?)- κι επομένως και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Ή μήπως μιλάτε για την προτεσταντική ηθική της εργασίας;"(16)

 

Σε ένα κείμενο του 1972, με τίτλο "Anarchismus Vorwurf",(17) η R.A.F. υποστήριζε ότι οι "παλιοί αναρχικοί με τις αντιλήψεις τους για την κυριαρχία και την εργασία είχαν προβλέψει αυτό που έγινε πραγματικότητα στο σημερινό στάδιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος".

 

Η μελέτη των κειμένων της R.A.F. δείχνει ότι η ομάδα δεν αφήνεται να καλυφθεί από οποιαδήποτε ταμπέλα, όπως το αποδεικνύει και η πολυμορφία των αναφορών της. Το πρώτο της κείμενο, "Σχετικά με την αντίληψη του αντάρτικου πόλης", τελειώνει με ένα απόσπασμα του Έλντριτζ Κλήβερ: "Εγώ, είμαι πεπεισμένος ότι τα περισσότερα πράγματα που συμβαίνουν σε αυτή τη χώρα δεν χρειάζεται να αναλυθούν περισσότερο". Πρόκειται για μια αντίληψη που βρίσκεται πολύ κοντά σε εκείνη που εξέφρασε ο Μπακούνιν το 1873: "... Στους κόλπους της Διεθνούς αναπτύχθηκαν περισσότερες ιδέες από ό,τι έπρεπε για να σωθεί ο κόσμος, εάν βέβαια πιστεύει κανείς ότι οι ιδέες από μόνες τους θα μπορούσαν ποτέ να τον σώσουν. Και προκαλώ τον οποιονδήποτε να εφεύρει μια καινούρια ιδέα. Δεν είναι πλέον καιρός για ιδέες, αλλά για γεγονότα και πράξεις".

 

Αν η R.A.F. χαρακτηρίστηκε από τα Μ.Μ.Ε. ως αναρχική, αυτό δεν έγινε χωρίς λόγο. Στην πραγματικότητα, αναβίωσε με την πρακτική της την παράδοση των αναρχικών του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Είναι οι αναρχικοί που πρώτοι διεκδίκησαν πολιτικά τις επιθέσεις σε τράπεζες, τις οποίες αποκαλούσαν "ατομική επανάκτηση" ή "συλλογική επανάκτηση". Σχετικά με αυτό το ζήτημα, η R.A.F. δηλώνει: "Πολλοί λένε ότι το να ληστεύεις μια τράπεζα δεν είναι επαναστατικό. Όμως από πότε το ζήτημα της χρηματοδότησης μιας οργάνωσης δεν είναι επαναστατικό;"(18) Ο αναρχικός Ντυβάλ της "Ομάδας Μπατινιόλ" ο οποίος είχε συλληφθεί κατηγορούμενος για κλοπή, δήλωνε ενώπιον του δικαστηρίου: "Αν ξαναγινόμουν ελεύθερος, θα σας τίναζα όλους στον αέρα! Γι αυτό άλλωστε προορίζονταν αυτά τα χρήματα".(19) Με τις βομβιστικές επιθέσεις, η R.A.F. υιοθετούσε τη μέθοδο της "προπαγάνδας με την πράξη" που είχε υποστηριχθεί από την Αναρχική Ομοσπονδία του Ιούρα στο συνέδριο της Βέρνης, στο βαθμό που στόχος της δεν ήταν μόνο να καταφέρει πλήγματα στον εχθρό, αλλά και να ενθαρρύνει τους εκμεταλλευόμενους, να τους ωθήσει στην εξέγερση, δείχνοντάς τους ότι οι ηγέτες αυτού του συστήματος δεν είναι ανίκητοι. Ακριβώς αυτό ήταν και το σχέδιο του Εμίλ Ανρί ο οποίος είχε τοποθετήσει μια βόμβα στο αστυνομικό τμήμα της οδού Bons Enfants και στη δίκη του δήλωνε: "Θεωρώ ότι οι εξεγερτικές ενέργειες είναι εύστοχες, επειδή αφυπνίζουν τη μάζα, την τινάζουν με ένα βίαιο χτύπημα και της δείχνουν την ευάλωτη πλευρά της μπουρζουαζίας που τρέμει από το φόβο της ακόμα και τη στιγμή που ο εξεγερμένος ανεβαίνει στο ικρίωμα".(20) Τέλος, η εκτέλεση κρατούντων ανήκε επίσης στην αναρχική πρακτική: αρκετοί αρχηγοί κρατών και βασιλιάδες είχαν χτυπηθεί από τους αναρχικούς στα τέλη του 19ου αιώνα.

 

Οι αγωνιστές της R.A.F., όπως και οι αναρχικοί του 19ου αιώνα, μετέτρεψαν τη δίκη τους σε βήμα επίθεσης εναντίον του συστήματος και δεν επιζήτησαν ποτέ την επιείκεια των δικαστών τους. Αντίθετα, διεκδικούσαν όλες τις ενέργειες της ομάδας και προκαλούσαν τη δικαιοσύνη, όπως ο Ντυβάλ, ο οποίος για μια απλή κλοπή χωρίς χρήση βίας, είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αφού πρώτα αποκλείστηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου. Η Λουίζ Μισέλ και αρκετοί κομμουνάροι είχαν επίσης την ίδια στάση απέναντι στη δικαιοσύνη και πήγαν ακόμα πιο μακριά από τους αγωνιστές της R.A.F. ως προς την προκλητική τους στάση απέναντι στο δικαστήριο.

 

Εκτός από τους αναρχικούς, κι άλλοι χρησιμοποίησαν αυτές τις μεθόδους αργότερα. Πώς να μην αναφέρουμε εδώ ως πρόδρομο της R.A.F. τον "κόκκινο στρατό" του Max Holz που στην αρχή της δεκαετίας του '20 έκανε "απαλλοτριώσεις" τραπεζών ή πλούσιων ιδιωτών και χρησιμοποιούσε τη φωτιά και το δυναμίτη. Κι αυτός επίσης, ο οποίος ως αγωνιστής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (K.P.D.).(21) αυτοχαρακτηριζόταν μαρξιστής, με τις πράξεις και τα λόγια του βρισκόταν πολύ κοντά στους αναρχικούς, όπως για παράδειγμα φαίνεται σε αυτή τη διακήρυξή του: "Αφοπλίστε τους πλούσιους, την αστυνομία, τη χωροφυλακή, τη Sipo, το στρατό! Επιτάξτε όσα χρήματα υπάρχουν! Ανατινάξτε σιδηροδρομικές γραμμές, δικαστήρια και φυλακές. Απελευθερώστε όλους τους κρατούμενους! Στην κεντρική Γερμανία, ο Horsing στέλνει στο εκτελεστικό απόσπασμα εργάτες, γυναίκες και παιδιά, μόνο και μόνο επειδή είναι εργάτες και αγωνίζονται για ψωμί και ελευθερία!".(22) (Max Holz, commandante της περιοχής του Mansfield, - επιγραφή στους τοίχους του Halle, τέλη Μάρτη 1921). Περιέργως, οι αγωνιστές της R.A.F. ποτέ δεν αναφέρθηκαν στον Max Holz. Παρόλα αυτά, η αυτοβιογραφία του ήταν διαθέσιμη και ορισμένοι γερμανοί αγωνιστές της δεκαετίας του '70 αναφέρονταν σε αυτήν.(23)

 

Επίδραση των λατινοαμερικάνικων ομάδων του αντάρτικου πόλης

 

Αυτές τις αναρχικές πρακτικές, οι αγωνιστές της R.A.F. τις επανανακάλυψαν μέσα από το παράδειγμα των λατινοαμερικάνικων ομάδων αντάρτικου πόλης. Στην πραγματικότητα, οι Τουπαμάρος αντιπροσώπευαν "το σημαντικότερο πρότυπο" για τη R.A.F. Αυτοί, όπως άλλωστε και ο Κάρλος Μαριγκέλα στη Βραζιλία, όχι μόνο πραγματοποίησαν, αλλά και εγκωμίασαν τις επιθέσεις τραπεζών τις οποίες αποκαλούσαν "απαλλοτριώσεις", τις βομβιστικές επιθέσεις (όπως για παράδειγμα ενάντια στη Μπάγιερ, επιχείρηση που συμμετείχε στην πολεμική προσπάθεια κατά του Βιετνάμ), τις επιθέσεις ενάντια στο στρατό, τις απαγωγές και εκτελέσεις όπως εκείνη του ειδικού της C.I.A. και συμβούλου της ουρουγουανής αστυνομίας Dan Mitrione, στις 10 Αυγούστου 1970.*

 

Αυτές οι ομάδες ένοπλης πάλης στη Λατινική Αμερική συγγένευαν στη δράση τους και το λόγο τους με τον αναρχισμό, παρότι δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως αναρχικές. Για παράδειγμα, ο Κάρλος Μαριγκέλα δήλωνε: "Τα πάντα είναι καλά, αρκεί να αποτελούν δράση".(24) Ο δε Κροπότκιν στην εφημερίδα του που ονομαζόταν "Ο εξεγερμένος" έγραφε: "Η διαρκής εξέγερση με την πένα, το στιλέτο, το δυναμίτη, το όπλο... Για μας είναι καλά όλα τα μέσα που δεν ανήκουν στη νομιμότητα".(25) Τέλος, η πιο περιβόητη ενέργεια των Τουπαμάρος, η κατάληψη της πόλης του Πάντο, στις 8 Οκτώβρη 1969, είναι ανάλογη με την κατάληψη του Λετίνο, μικρού χωριού του Ματέζε στην Ιταλία, από τον Κάρλο Καφιέρο, τον Απρίλιο του 1877.

 

Οι Τουπαμάρος, όπως και η R.A.F., ασκούσαν κριτική στην αριστερά και τους αριστεριστές που "χρησιμοποιούν τα μαρξιστικά σχήματα για να κατασκευάσουν θεωρίες οι οποίες εκθειάζουν την αδράνεια, και αυτό με στόχο να καλύψουν την έλλειψη θάρρους και την απουσία πίστης στις λαϊκές μάζες, ελπίζοντας πως είναι η μάζα που θα χύσει το αίμα της για την επανάσταση προκειμένου οι ίδιοι να σώσουν το τομάρι τους". Γι αυτούς, "είναι οι επαναστατικές πράξεις που κάνουν την επανάσταση". Έχοντας απορρίψει όλα τα σχήματα των προηγούμενων επαναστάσεων (λενινιστικό, μαοϊκό, καστρικό), υποστήριζαν ότι η πολιτική γραμμή προσδιορίζεται μέσα στη δράση. Τους άρεσε να επαναλαμβάνουν: "Οι λέξεις μάς χωρίζουν, η δράση μάς ενώνει."

 

Στα τέλη της δεκαετίας του '60, όλα τα ριζοσπαστικά κινήματα αγώνα -είτε αναφέρονταν είτε δεν αναφέρονταν στο μαρξισμό- διαπερνώνταν από ένα αναρχικό ρεύμα. Οι διαφορές φυλής, φύλου, γλώσσας, κουλτούρας, διαφορές οι οποίες δεν υπάγονται στην οικονομική σφαίρα, προβλήθηκαν και έγιναν επίκεντρο των πιο ριζοσπαστικών αγώνων της δεκαετίας του '70. Ο μαρξισμός φάνηκε ανίκανος να τις ερμηνεύσει. Στην καλύτερη περίπτωση, τις αντιμετώπιζε ως αντιφάσεις ή αρχαϊσμούς. Έτσι, ο Έλντριτζ Κλήβερ διαπίστωνε ότι ο μαρξισμός/λενινισμός δεν είχε βοηθήσει τους Μαύρους Πάνθηρες να ερμηνεύσουν το φαινόμενο του ρατσισμού και ότι οι αναλύσεις ορισμένων μαρξιστών/λενινιστών απέκλειαν από την επαναστατική διαδικασία γνήσιους επαναστάτες των αστικών κέντρων. Οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής είχαν επίσης επηρεαστεί από αυτού του είδους την πρακτική, όπως το απέδειξαν στο Wounded Knee το 1973, όταν πήραν τα όπλα και συγκρούστηκαν με την αστυνομία.

 

Τέλος, είναι ανάγκη να τονιστεί ότι, αν όλες αυτές οι ομάδες είχαν τον Τσε ως σημείο αναφοράς τους, δεν ήταν επειδή συμφωνούσαν με τη θεωρία του, αλλά εξ' αιτίας της αποφασιστικότητάς του και της άρνησής του να συμμετάσχει στους θεσμούς. Ο αγώνας δεν τελειώνει ποτέ. Δεν πρέπει να σκέφτεται κανείς με όρους μέλλοντος της επανάστασης, αλλά με όρους επαναστατικού γίγνεσθαι.

 

Όλοι αυτοί οι αγώνες βρίσκουν μια αντιστοιχία σε επίπεδο φιλοσοφίας και σκέψης με αυτό που αποκαλούμε μεταμοντέρνο και που αμφισβητεί αξίες οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της δυτικής φιλοσοφίας: το υποκείμενο, τον ορθολογισμό, την αντικειμενική αλήθεια, την ιστορία. Μέσα σε αυτήν την προοπτική μπορεί να ερμηνευτεί η θεωρία της RAF. περί επαναστατικού υποκειμένου και η στρατηγική της που δεν εξαρτάται από μια επιστημονική θεωρία, αλλά από έναν πραγματισμό, στα πλαίσια του οποίου οι ελιγμοί, η ευκαιρία, τα αντίποινα, η πρόκληση κατέχουν μια ουσιαστική θέση.

 

Η R.A.F. αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του επαναστατικού κινήματος το οποίο ξέσπασε στα τέλη της δεκαετίας του '60 ως έκφραση μιας κρίσης του δυτικού πολιτισμού που έθεσε σε αμφισβήτηση τη μαρξιστική θεωρία.

 

 

1. Δες τη συνέντευξη του Klaus Croissant που περιλαμβάνεται στη διδακτορική διατριβή της Anne Steiner, "Guerilla Urbaine en Europe occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.

 

2. "A propos du proces Baader-Meinhof", Bourgois Ed, p. 241.

 

3. La "bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, Champ Libre Ed., p. 102.

 

4. Στο ίδιο, σελ. 118.

 

5. Συνέντευξη του Χορστ Μάλερ που περιλαμβάνεται στη διδακτορική διατριβή της Anne Steiner, "Guerilla Urbaine en Europe occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.

 

6. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 84.

 

7. Στο ίδιο, σελ. 93.

 

8. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 41.

 

9. Στο ίδιο, σελ. 88.

 

10. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 57.

 

11. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 62.

 

12. Δες το κείμενο της R.A.F "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης" (La "bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, Champ Libre Ed., p. 99.)

 

13. Συνέντευξη του Χορστ Μάλερ. Διδακτορική διατριβή της Anne Steiner, "Guerilla Urbaine en Europe occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.

 

14. Texte der R.A.F., Chap. XXVIII, "Dem Volk dienen", p. 400.

 

15. Στο ίδιο, p. 401

 

16. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 189.

 

17. "Anarchismus Vorwurf " (Texte der R.A.F., Chap. XXIX, p. 436-437).

 

18. "Dem Volk dienen", Texte der R.A.F, p. 407.

 

19. Αναφέρεται από τον Jean Maitron στο "Le mouvement anarchiste des origines a 1914" (Το αναρχικό κίνημα από τις απαρχές μέχρι το 1914), Μaspero Ed., p. 186.

 

20. Αναφέρεται από τον Henri Dubieff στο "Les Anarchistes (1870-1940)", Armand Collin, 1972.

21. Διαγραφείς το 1920 από το Κ.Κ. Γερμανίας για απείθεια, ο Max Holz είχε αρνηθεί να παραδώσει τα όπλα σε αντίθεση με τις εντολές του κόμματος.

22. "Max Holz, une legende proletaire" in Les revoltes logiques no 8/9, 1979, p. 51.

23. Σε μια συνέντευξή του, ο Hans-Joaquim Klein (μέλος των Επαναστατικών Πυρήνων), δήλωνε ότι η αυτοβιογραφία του Max Holz ήταν το πρώτο του πολιτικό βιβλίο (Liberation no 1450, 2 Octobre 1978). Σ.τ.Ε.: Ο H.J. Klein αποκήρυξε αργότερα το αντάρτικο πόλης και μετά τη σύλληψή του το 1999 συνεργάστηκε με τις αρχές.

 

* Σ.τ.Ε.: Η υπόθεση αυτή, της απαγωγής του Dan Mitrione από τους Τουπαμάρος αποτελεί το θέμα της ταινίας "Κατάσταση Πολιορκίας" του Κ. Γαβρά.

24. Κάρλος Μαριγκέλα, "Μικρό εγχειρίδιο του αντάρτη πόλης", σελ. 171.

25. Αναφέρεται από τον Ντανιέλ Γκερέν στο έργο του "Ο αναρχισμός".

Ο Κάρλος το Τσακάλι καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια από γαλλικό δικαστήριο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου